Σύνταξη άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός

Επιμέλεια άρθρου: Περίανδρος Καράλης

Το σημερινό μας άρθρο έχει μία ιδιαιτερότητα. Δεν θα αναφερθούμε μόνο στις οικογένειες λέξεων, στις ετυμολογήσεις και στις πιθανές παρετυμολογήσεις της λέξης, που θα σας παρουσιάσουμε, αλλά θα σας δείξουμε τον ρόλο της λέξης αυτής ως ευρύτερο πολιτισμικό υπόστρωμα. Δε θα χρειαστεί κάποια βαθιά επιστημονική ανάλυση για να επιτευχθεί αυτό, αρκεί να παρατηρήσει κανείς το αξιοσημείωτο εύρος της παρουσίας της λέξης «αίγα», των παραγώγων της και των χρήσεών της. Με τον όρο «χρήση», σαφώς εννοούμε τα πολλά πεδία (φύση, μύθος κ.λπ.), στα οποία η αίγα λειτουργεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ας τα δούμε.

Ετυμολογία: 

Αίγα: α’ίξ, αίγα, γίδα

Η ρίζα της λέξης είναι πολύ πιθανόν προελληνική. Το ίδιο είναι και οι περισσότεροι μύθοι, οι οποίοι αφορούν στην αίγα – γίδα.

Οικογένεια λέξεων

*Θέμα «αιγ-»

  • αίγαγρος: μηρυκαστικό ζώο που μοιάζει με κατσίκα και ζει σε απόκρημνα μέρη
  • αιγίδα: ασπίδα η οποία φέρει δέρμα αίγας
  • αίγειος: αυτός που προέρχεται από το δέρμα της αίγας
  • Αιγαιοπελαγίτης: αυτός που έχει καταγωγή από τα νησιά του Αιγαίου
  • αιγιαλίτιδα: το παράκτιο τμήμα μίας χώρας
  • αίγειος, -α, -ο: κατσικίσιος
  • αιγιαλός: η χερσαία ζώνη μεταξύ της ακτογραμμής και του σημείου που βρέχεται από το μεγαλύτερο χειμέριο κύμα
  • Αιγιώτης, -ισσα: αυτός,-ή που έχει ως τόπο κατοικίας ή καταγωγής το Αίγιο
  • αιγοειδή: κατηγορία θηλαστικών που παρουσιάζουν ομοιότητες με την κατσίκα
  • αιγόκερως: το αρσενικό
  • αιγοπρόβατα: σύνολο αιγών και προβάτων (μεικτό κοπάδι)
  • αιγοτροφία: η συστηματική εκτροφή αιγών
  • αιγοβοσκός: ο τσοπάνης, τσέλιγκας
  • αιγοπρόβειος, -α, -ο: αυτός που παράγεται από αιγοπρόβατα
  • αιγόκλημα: το αγιόκλημα
  • αιγιαλίτης: αιγιάλειος
  • αιγιαλόπικρα: βότανο, φυτό, γιαλόπικρα
  • αιγιαλόχορτο: το φυτό γιαλόχορτο
  • αιγίοχος: ο φέρων την αιγίδα
  • αιγοφωνία: (στην ιατρική): φωνή που μοιάζει με βέλασμα

*Θέμα «γιδ-»

  • γίδα: η κατσίκα
  • γίδι: το ερίφιο, το κατσίκι
  • γίδινος: κατσικίσιος
  • γιδίσιος: κατσικίσιος
  • γιδοβοσκός: ο τσοπάνης, ο τσέλιγκας
  • γιδοπρόβατα: τα αιγοπρόβατα
  • γιδόστρατα: στενό, δύσβατο, χωμάτινο και ανηφορικό μονοπάτι από το οποίο περνούν γίδες
  • γιδοτόπι: εκεί όπου συνήθως βόσκουν οι γίδες
  • γιδοτόμαρο: τομάρι κατσίκας ή τράγου
  • γιδερό: αρνητικός χαρακτηρισμός για κάποιον-α που συμπεριφέρεται με χοντροκοπιά.
Λεμπέσης Πολυχρόνης, Το κορίτσι και ο τράγος

Οικογένεια λέξεων με παλαιότερους τύπους

  • αιγιβάτης: ο επιβήτωρ τράγος
  • αιγίβοσις: η βόσκηση των αιγών
  • αιγιβότης: αυτός που βόσκει αίγες
  • οι Αιγείδαι: (οι Αιγείδες) φυλή της αρχαίας Σπάρτης
  • αιγίδιον: το ερίφιον
  • αιγίθαλλος: το μελωδικό πτηνό, καλογρίδα
  • αιγοθήλης: πτηνό του γένους των κεκρακτών. Η γιδοβυζάστρα ή νυχτοπάτης
  • αιγίλιψ: απότομος, απόκρημνος
  • αιγίλωψ: ζιζάνιο των σιτηρών, είδος βελανιδιάς, φλεγμονή του δακρυικού ασκού
  • αιγίνουρα: υδρόβιο, εκ των υδρομεδουσών
  • αιγιπόδης – αιγίπους: αυτός που έχει πόδια αίγας, γιδοπόδης, κατσικοπόδαρος
  • αιγίπυρος: βότανο, γιδοβότανο.

Τοπωνύμια

  • Αιγαίο πέλαγος: η θάλασσα που χωρίζει την ελληνική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία. Πήρε το όνομά του είτε από τον Αθηναίο μυθικό βασιλιά Αιγαία είτε (ορθότερα) από τον Αιγαίωνα (ο Αιγαίων), έναν από τους εκατόγχειρες συμμάχους του Δία. Ο Αιγαίωνας συμβόλιζε τα θαλάσσια φυσικά φαινόμενα.
  • Αιγαίος: ποταμός της Κέρκυρας
  • Αιγάλεον: βουνό της Μεσσηνίας, κοντά στην Πύλο
  • Αιγάλεω: βουνό της Αττικής που πλαισιώνει από τα δυτικά το λεκανοπέδιον των Αθηνών
  • Αιγάν: ακρωτήριο της Αιολίδας
  • Αίγειρα: πόλη της Αχαΐας
  • Αίγειρος: κωμόπολη της Λέσβου
  • Αιγειρούσα: πόλη της Μεγαρίδας
  • Αίγεστα: πόλη της Σικελίας
  • Αιγή: πόλη της Παλλήνης στη Μακεδονία
  • Αιγιάλεια: η αρχαιότερη ονομασία της Αχαΐας
  • Αιγίαλος ή Ιωνόπολις: πόλη της Παφλαγονίας
  • Αίγιλα: κωμόπολη της Λακωνίας
  • Αιγίλεια: νησάκι κοντά στην Εύβοια
  • Αιγίμορος: νησί της Αφρικής
  • Αίγινα: νησί του Σαρωνικού κόλπου
  • Αιγίνιον: πόλη της Θεσσαλίας
  • Αίγιον: πόλη της Αχαΐας
  • Αιγίπλακτον: βουνό της Μεγαρίδας
  • Αιγιρόεσσα ή Ελαία: μία από τις δώδεκα αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας
  • Αιγώσθενα: ορεινή κωμόπολη της Μεγαρίδας, πολύ γνωστή και σημαντική στην αρχαιότητα οχυρωμένη θέση. Σήμερα σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση
  • Αιγίτιον: παραθαλάσσια κωμόπολη της Αιτωλίας
  • Αιγοσθένεια: χωριό της Φωκίδας
  • Αιγός ποταμοί: πόλη και μικρός ποταμός στη Θρακική χερσόνησο
  • Αιγούσαι: τρία νησάκια στα δυτικά της Σικελίας.

  Μυθολογικά Πρόσωπα

  • ο Αιγαίων: ένας από τους εκατόγχειρες, γιος του Ουρανού και της Γαίας
  • ο Αιγεύς: μυθικός βασιλιάς των Αθηνών, πατέρας του Θησέα
  • η Αιγιαλεία: θυγατέρα του Άδραστου και της Αμφιθέας
  • ο Αιγιαλεύς: γιος του Ίναχου και της Μελίας, θυγατέρας του Ωκεανού
  • ο Αιγιμιός: γιος του Δώρου, μυθικού γενάρχη των Δωριέων
  • η Αίγινα: νύμφη, μία από τις είκοσι θυγατέρες του ποταμού Ασωπού
  • η Αιγίς: το δέρμα κατσίκας που φοράει η Αθηνά στους ώμους της και στο στήθος της, στολισμένο με φίδια και σκεπασμένο με λέπια
  • ο Αίγισθος: γιος του Θυέστη και της θυγατέρας του Πελοπίας. Ήταν αδερφός του Αγαμέμνονα.
Μινωικό πλακίδιο αιγάγρου που θηλάζει το ερίφιό του από την Κνωσό, 1700 – 1600 π.Χ.

Γεωγραφικοί όροι

  • αιγιαλός: η χερσαία ζώνη μεταξύ της ακτογραμμής και του σημείου που βρέχεται από το μεγαλύτερο χειμέριο κύμα
  • αιγιαλίτιδα ζώνη: το παράκτιο τμήμα μίας χώρας μαζί με τον εναέριο και υποθαλάσσιο χώρο, στο οποίο το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία
  • γιδότοπος: εκεί όπου συνήθως βόσκουν οι γίδες
  • γιδόστρατα: στενό, δύσβατο, χωμάτινο και ανηφορικό μονοπάτι από το οποίο περνούν γίδες.

Παροιμιώδεις φράσεις και λέξεις

  • Υπό την αιγίδα: υπό την προστασία κάποιου
  • Κείθε που πηδάει η γίδα πηδάει και το κατσίκι: τα παιδιά μιμούνται τους γονείς τους σε ό,τι καλό ή κακό
  • Ψωριάρα αίγα και την ουρά της πάνω: για εκείνον που κρατάει περήφανη στάση παρά τις εμφανείς αδυναμίες του
  • Κουρεμένο γίδι: αυτός που έχει πολύ κοντά μαλλιά
  • Κουτσάθηκε η γίδα από το αυτί: για απόδοση ατυχών γεγονότων σε απίθανα και παράλογα αίτια
  • Η αίγα η γαλακτερή φαίνεται από το κατσίκι: τα θετικά στοιχεία ή τα πλεονεκτήματα των γονέων αποτυπώνονται ή κληρονομούνται στα παιδιά
Βάζο με αίγες, Πάμπλο Πικάσσο. Από έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

* Σημείωση: Οι λέξεις, οι ετυμολογίες και οι εκφράσεις που παραθέτουμε δεν καλύπτουν το σύνολο των λέξεων που παράγεται από τον όρο «αίγα». Είναι βέβαιο πως υπάρχουν κι άλλες.

Αν συγκεντρώσει κανείς τους τίτλους των ενοτήτων του παρόντος άρθρου, διαπιστώνει πως η αίγα και ως ζώο που το εκτρέφουμε και ως έτυμο και ως όρος και ως συμβολισμός αλλά και, να προσθέσουμε, ως αρχέτυπο διατρέχει όλα τα στρώματα του ελληνικού πολιτισμού. Από τις παραθέσεις του «αίγα – γίδα» εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς και τις καταβολές του πολιτισμού μας και το αποτύπωμα των καταβολών αυτών στη γλώσσα. Καθώς βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα ελάχιστο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται με την εκτροφή των αιγών. Ελάχιστο είναι επίσης όμως και το ποσοστό του πληθυσμού που δεν χρησιμοποιεί κάποια έστω από τις λέξεις του άρθρου μας. Σας διαβεβαιώνουμε ότι αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά και απλώς στη καταγωγή του καθενός μας.

 

Πηγές

1) Συλλογικό έργο (2014). Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών

2) Δημητράκοσ Δ. (1969). Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν, Γ´ έκδοση. Εκδόσεις Χρ. Γιοβάνη

3) Βερέττας Μ. (2000). Μέγα Τοπωνυμικόν.  Εκδόσεις Βερέττα

4) Νατσούλης Τ. (2011). Λέξεις και φράσεις Παροιμιώδεις. Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη

5) Τσοτάκου – Καρβέλη Α. (2012). Λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη

6) Τσορώνη – Γεωργιάδη Γ. (2010). Μύθοι, ιστορίες, παραμύθια, παροιμίες με ζώα. Εκδόσεις Σαββάλας

 

Ηλ. ταχ.: [email protected]

Παρασκευή Σιδεράτου
Δασκάλα – Γλωσσοπαιδαγωγός