Σύνταξη άρθρου: Μαρία Γάλλου

Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός

Ορισμός ιδρύματος

Ίδρυμα είναι ένας οργανισμός, που μπορεί να είναι κερδοσκοπικός ή μη και ο οποίος εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό. Στο άρθρο 108 του Αστικού Κώδικα αναφέρεται: Αν με ιδρυτική πράξη μια περιουσία ορίστηκε για να εξυπηρετηθεί ορισμένος σκοπός, το ίδρυμα αποκτά προσωπικότητα με διάταγμα που εγκρίνει τη σύστασή του.

Επομένως, Ίδρυμα είναι μια οργάνωση με νομική ισχύ, που επιδιώκει ορισμένο σκοπό με την περιουσία που τάχθηκε για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού. Λόγω της ύπαρξης της περιουσίας αυτής, η οποία το στηρίζει, ένα ιδιωτικό ίδρυμα, με εξαίρεση τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν απαιτεί γενικά χρήματα από το κοινό.

Είδη ιδρυμάτων

Αρχικώς, επειδή τα ιδρύματα είναι νομικά πρόσωπα, μία από τις βασικότερες διακρίσεις των νομικών προσώπων είναι αυτή που θεμελιώνεται στο νομικό καθεστώς, που διέπει τη σύσταση, την οργάνωση και τη λειτουργία τους, δηλαδή το είδος των κανόνων δικαίου που εφαρμόζεται σε σχέση με αυτά. Υπό το πρίσμα αυτό, τα νομικά πρόσωπα διακρίνονται σε αυτά του ιδιωτικού (ν.π.ι.δ.) και σε αυτά του δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.).

Τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου ιδρύονται και δραστηριοποιούνται με άξονα την ιδιωτική πρωτοβουλία. Περαιτέρω, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου διακρίνονται και με κριτήριο τον σκοπό, στην επίτευξη του οποίου αποβλέπουν με τη δράση τους. Με βάση λοιπόν το προκείμενο κριτήριο, τα ν.π.ι.δ. διακρίνονται σε:

  •  αστικού δικαίου: αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση μη κερδοσκοπικού σκοπού, όπως τα σωματεία και τα ιδρύματα.
  •  εμπορικού δικαίου: επιδιώκουν την επίτευξη οικονομικού σκοπού, όπως οι εμπορικές εταιρείες και τα διάφορα είδη συνεταιρισμών.

Από την άλλη, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν κατά κανόνα ως αποστολή την άσκηση δημόσιας εξουσίας και την επιδίωξη κάποιου δημοσίου σκοπού. Τέτοια είναι το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε., το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων κ.ά. .

Επίσης, ανάλογα με τον σκοπό της σύστασής του, υπάρχουν και οι αντίστοιχες κατηγορίες ιδρυμάτων. Υπάρχουν ιδρύματα:

  •  Εκπαιδευτικά: αποβλέπουν σε εκπαιδευτικούς σκοπούς και διοργανώνουν συνήθως εκπαιδευτικά προγράμματα. Υποστηρίζονται από εκπαιδευτικούς φορείς. Τέτοια είναι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού κ.ά. .
  •  Χρηματοδοτικά: Τέτοια ιδρύματα είναι, φέρ’ ειπείν, μία επιχείρηση, η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις παρακάτω δραστηριότητες: α. αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων· β. χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των πράξεων πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων· γ. χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)· δ. πράξεις διενέργειας πληρωμών, περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων· ε. έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών)· στ. εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων και πλείστες ακόμη υποκατηγορίες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η Εθνική Τράπεζα και η Τράπεζα Πειραιώς.
  • Πολιτιστικά: ιδρύματα που υλοποιούν δράσεις σχετικές με τον πολιτισμό, όπως το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ίδρυμα Νέον και πολλά ακόμα.
  • Ακαδημαϊκά: το ακαδημαϊκό ίδρυμα είναι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα αφιερωμένο στην εκπαίδευση και την έρευνα, το οποίο χορηγεί ακαδημαϊκούς τίτλους, όπως το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
  • Θρησκευτικά: ίδρυμα που προσανατολίζεται σε δράσεις που αφορούν στην προώθηση της θρησκείας, όπως η Βιβλιοθήκη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και η Βιβλιοθήκη Διορθόδοξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
  • Έρευνας: ένα ερευνητικό ίδρυμα ή ένα ερευνητικό κέντρο ή ινστιτούτο είναι ένα ίδρυμα που ιδρύθηκε, για να κάνει έρευνα. Τα ερευνητικά ιδρύματα μπορεί να ειδικεύονται στη βασική έρευνα ή να προσανατολίζονται στην εφαρμοσμένη έρευνα. Μερικά από αυτά είναι το Εθνικό Κέντρο Ερευνών και το Ερευνητικό κέντρο «Αθηνά».

Θα αναφερθούμε εκτενώς στα πολιτιστικά ιδρύματα καθώς είναι εδραιωμένα στη συνείδηση της κοινωνίας και παράγουν ένα μεγάλο μέρος του πολιτιστικού προϊόντος της.

Ορισμός πολιτιστικού ιδρύματος

Ένα πολιτιστικό ίδρυμα ή πολιτιστικός οργανισμός είναι ένας οργανισμός μέσα σε έναν πολιτισμό/υποκουλτούρα που εργάζεται για τη διατήρηση ή την προώθηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο όρος χρησιμοποιείται ειδικά από δημόσιους και φιλανθρωπικούς οργανισμούς, αλλά το εύρος του νοήματος μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο.

Σημειώνεται πως στον όρο «πολιτιστική κληρονομιά» περιλαμβάνονται μνημεία (δηλαδή αρχιτεκτονικά, γλυπτικά και ζωγραφικά έργα, κατασκευές που έχουν αρχαιολογικό χαρακτήρα καθώς και επιγραφές, σπήλαια και άλλα), οικοδομικά συγκροτήματα καθώς και χωρικά δημιουργήματα φτιαγμένα από τον άνθρωπο μόνο του ή και με τη συμβολή του φυσικού περιβάλλοντος. Στα κείμενα των Διεθνών Συμβάσεων και στη βιβλιογραφία συχνά ταυτίζεται ο όρος «πολιτιστική κληρονομιά» με τον όρο «πολιτιστικό αγαθό». Κάνουμε αυτήν την αναφορά, καθώς είναι απαραίτητη, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η έννοια του πολιτιστικού ιδρύματος.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, υφίσταται πληθώρα Διεθνών και Ευρωπαϊκών νομοθετημάτων που αφορούν στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ορισμένα από τα πιο σημαντικά και η κύρωση αυτών στην Ελλάδα, είναι τα εξής: α. η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης (1954) «δια την προστασίαν των πολιτιστικών αγαθών εις περίπτωσιν ενόπλου συρράξεως», η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 1114/1981, β. η Διεθνής Σύμβαση των Παρισίων (1970) «αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα δια την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών», η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 1103/1980, γ. η Διεθνής Σύμβαση των Παρισίων (1972) «δια την προστασίαν Παγκοσμίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς», η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 1126/1981, δ. η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Λονδίνου (1969) «δια την προστασίαν της Αρχαιολογικής κληρονομιάς», η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 1127/1981, ε. Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975 – Αποδοχή Ευρωπαϊκού Χάρτη Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς) στ. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Γρανάδας (1985), η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 2039/1992, ζ. η Σύσταση της UNESCO 15/16-11-1989 και η. η Σύμβαση της Μάλτας για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (1992).

Στην Ελλάδα, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ρυθμίζεται, κατοχυρώνεται και προστατεύεται κατ’ αρχήν συνταγματικά δυνάμει του αρ. 18 παρ. 1 του Συντάγματος «1. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών ιαματικών, ρεόντων και υπογείων υδάτων και γενικά του υπογείου πλούτου.» και του αρ. 24 του Συντάγματος: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας…  2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. Η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία, για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής, περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών, όταν αυτή περιορίζεται ή απαλλοτριώνεται.

Ο ρόλος των πολιτιστικών ιδρυμάτων

Ο ρόλος των πολιτιστικών ιδρυμάτων είναι μεγάλος. Δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των τεχνών και του πολιτισμού και παίζουν κεντρικό ρόλο όχι μόνο στον τομέα τους αλλά και ευρύτερα στο πεδίο του πολιτισμού. Αφενός παράγουν πρωτογενώς ίδια (δικά τους) πολιτιστικά γεγονότα/προϊόντα, αφετέρου στηρίζουν ποικιλότροπα την ευρύτερη καλλιτεχνική δημιουργία στην κοινωνία. Προσφέρουν επίσης συμβάλλοντας και στη διαφύλαξη πολιτιστικών αγαθών υψηλής αξίας αλλά και στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης και παραγωγικής πρόσβασης των πολιτών σε αυτά, που πολλές φορές είναι το κυρίως ζητούμενο.

Το ιδιάζον για τα ιδρύματα αλλά και η raison d’ être τους (ο λόγος ύπαρξης) είναι το πως οι φορείς αυτοί δραστηριοποιούνται κατά κανόνα σε μορφές και είδη τέχνης που, για ποικίλες αιτίες, δεν είναι βιώσιμα στην ελεύθερη αγορά. Ως εκ τούτου η προσφορά τους είναι, τουλάχιστον, ανεκτίμητη και η ανάγκη της ύπαρξής τους αδήριτη.

Σύσταση Ιδρύματος

Η έγκριση σύστασης ενός Ιδρύματος εντάσσεται στην αρμοδιότητα του υπ’ αριθμού νόμου 4182 (ΦΕΚ Α’185/10-09-2013).

Τα στάδια που ακολουθούνται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας είναι τα εξής:

α. Υποβολή αίτησης και συμβολαιογραφικής ιδρυτικής πράξης προς το Υπουργείο Οικονομικών από τον ενδιαφερόμενο (Υπουργείο Οικονομίας & Οικονομικών / Γεν. Δ/νση Δημ. Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων / Δ/νση Εθνικών Κληροδοτημάτων / Τμήμα Α΄ / Τ.Κ. 10184 , οδός Κολωνού 2, Αθήνα).

β. Αποστολή του σχετικού φακέλου από το Υπουργείο Οικονομικών στο Υ.ΠΟ.ΠΑΙΔ.Θ. για διατύπωση απόψεων επί της συστάσεως του Ιδρύματος και της κύρωσης του Οργανισμού του (Λαμβάνεται υπόψη η πολιτιστική δραστηριότητα και η επάρκεια της περιουσίας του).

γ. Κατόπιν θετικής γνωμοδότησης του Υ.ΠΟ.ΠΑΙΔ.Θ. συντάσσεται από το Υπουργείο Οικονομικών ο οργανισμός του ιδρύματος σε πάπυρο και η αιτιολογική του έκθεση.

δ. Τελική υπογραφή κατά σειρά από τα συναρμόδια Υπουργεία και τελικά από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Δημόσια στήριξη και χρηματοδότηση

Η ενεργός στήριξη των κάθε λογής πολιτιστικών αυτών φορέων αποτελεί επιμέρους έκφανση της γενικότερης υποχρέωσης της Πολιτείας περί «προαγωγής και ανάπτυξης της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας», όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 16§1 του Συντάγματος και από πολλές συναφείς διεθνείς συνθήκες. Η στήριξη αυτή οφείλει να εξειδικεύεται τόσο μέσα από την τακτική χρηματοδότησή τους όσο και μέσα από τη θεσμική τους θωράκιση, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται καλύτερα στο έργο τους. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι δημόσιοι πόροι που απορροφούνται ετησίως από τους φορείς αυτούς είναι σημαντικοί, καθιστά απαραίτητη τη θεσμοθέτηση επαρκών διαδικασιών διαχειριστικού ελέγχου και ουσιαστικής αξιολόγησης του καλλιτεχνικού έργου τους. Η συστηματική αποτίμηση του ρόλου και της προσφοράς εκάστου είναι στοιχειώδες προαπαιτούμενο για τη χάραξη μακροπρόθεσμης πολιτιστικής πολιτικής εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού.

Προβλήματα των ιδρυμάτων

Τονίζεται πως ιδίως σε καιρούς γενικευμένης οικονομικής στενότητας, τα βασικά ζητήματα που ανακύπτουν είναι αφενός η αντιμετώπιση της υποχρηματοδότησης και αφετέρου η παραδοσιακή αβεβαιότητα ως προς την εμπρόθεσμη καταβολή των επιδοτήσεων. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν σοβαρή τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας μακρόπνοης πολιτικής, καταδικάζοντας πολλούς φορείς στην ανασφάλεια και τη μιζέρια μιας καθημερινής διαχείρισης. Ένα ακόμα σημαντικό συναφές ζήτημα αφορά στο πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί σήμερα ο θεσμός της χορηγίας, που για πολλούς φορείς αποτελεί (και για άλλους οφείλει να αποτελέσει μελλοντικά) σημαντικό πρόσθετο εργαλείο χρηματοδότησης.

Αυτονόμηση και ευελιξία

Ένα ζητούμενο, τα προηγούμενα χρόνια, ήταν η δυνατότητα των ιδρυμάτων να αποφασίζουν αυτοβούλως για την πολιτική που θα ακολουθήσουν τόσο όσον αφορά στη διαχείριση των οικονομικών τους, όσο και στη στοχοθεσία τους μέσα στα πλαίσια πάντα του καταστατικού τους, όπως άλλωστε υποχρεούνται αλλά και δικαιούνται.

Η μετατροπή πολλών πολιτιστικών φορέων από δημόσιες υπηρεσίες σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή ιδρύματα, αποτέλεσε κατά το παρελθόν ένα σημαντικό βήμα προς την εξασφάλιση μεγαλύτερης ευελιξίας αλλά και την απελευθέρωσή τους από τους ασφυκτικούς περιορισμούς του θεσμικού πλαισίου που διέπει το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως το δημόσιο λογιστικό, φέρ’ ειπείν.

Όταν μιλάμε για αυτονόμηση των πάσης φύσεως ιδρυμάτων από ό,τι τα δεσμεύει, ομιλούμε για την έμπρακτη αναγνώριση εκ μέρους της Πολιτείας ενός γεγονότος που οφείλει πάντοτε να διέπει τη σχέση τους με το Δημόσιο. Αυτό δεν είναι άλλο από το ότι για τους φορείς αυτούς η αυτονομία ως προς την ανάπτυξη της πολιτιστικής τους δραστηριότητας αποτελεί ζωτική προϋπόθεση αποτελεσματικής λειτουργίας ή ακόμη, εντέλει, και ύπαρξης. Έτσι, σήμερα αποτελεί γενικευμένη πεποίθηση ότι ο ρόλος του εποπτεύοντος Υπουργείου δεν θα πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να είναι επεμβατικός. Οπωσδήποτε το Υπουργείο δικαιούται και οφείλει να ασκεί συστηματικά ελεγκτική και συντονιστική δραστηριότητα, με τρόπο ώστε να διασφαλίζει την υλοποίηση γενικών κατευθύνσεων πολιτιστικής πολιτικής, όπως αυτές διαμορφώνονται από το Συμβούλιο Σύγχρονου Πολιτισμού και τον Υπουργό.

 

Πηγές

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – Υπουργείο Οικονομικών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού

Βουλή – Σύνταγμα της Ελλάδος

ΦΕΚ Α’185/10-09-2013

UNESCO

 

Ηλ. Ταχ.: [email protected]

Σωσάννα Πλευριά

Αρχαιολόγος

 

Μαρία Γάλλου

Δημοσιογράφος, απόφοιτος του τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.