Σύνταξη άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός

Το λήμμα «ακούω», Λεξικό Εμμανουήλ Κριαρά

Το ρήμα «ακούω», που αφορά στην πράξη του ακούειν και στη λειτουργία μίας από τις σημαντικότερες από τις πέντε αισθήσεις, αυτή της ακοής, είναι ένα ρήμα σχετικά ιδιάζον. Ιδιάζον καθώς τα περισσότερα συνώνυμά του, όπως θα δούμε, δεν είναι ακριβώς συνώνυμα και δεν αφορούν σε αυτήν την ακοή καθεαυτή αλλά αναφέρονται στη συμφωνία, στην υποταγή, στην προσοχή. Ας το δούμε.

 

Γνήσια συνώνυμα του «ακούω»

  • ακούω: και ο ιδιωματικός του τύπος «ακουτίζομαι»(απαντάται ήδη από τον 2ο μ.Χ. αιώνα): Έχω ακοή, αντιλαμβάνομαι έναν ήχο, εισπράττω μιαν ακολουθία ήχων,
  • ακροάζομαι: παρακολουθώ μία ομιλία με προσοχή, είμαι συγκεντρωμένος σε κάτι που λέγεται ή ακούγεται,
  • αφουγκράζομαι: στρέφω την προσοχή μου σε έναν συγκεκριμένο ήχο, εντείνω την προσοχή μου, ώστε να αντιληφθώ έναν ήχο καθαρότερα,
  • γροικώ (ή αγροικώ ή γρικώ): μεσαιωνικός (βυζαντινός) τύπος, ο οποίος χρησιμοποιείται και ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Ο τύπος αυτός αρχικώς είχε να κάνει με τη λειτουργία της ακοής στους αγρούς, στην εξοχή, στον ανοιχτό χώρο,
  • αυτιάζω και αφτιάζω: λαϊκότροποι τύποι του «ακούω».

 

Σύνθετα του «ακούω»

Απαντώνται τα: εισακούω και εισακούομαι, βαριακούω, καλακούω (συνήθως ο τύπος: καλάκουσε), παρακούω (συνήθως ο τύπος: παράκουσα), υπακούω, (δεν) πολυακούω

 

Παράγωγα ουσιαστικά, επίθετα, μετοχές

  • ουσιαστικά: η ακοή, το άκουσμα, το ξάκουσμα, (η ακρόαση)
  • επίθετα: ακουστός, -ή, -ό , ξακουστός, -ή, -ό, φιλήκοος -η, -ο (αρχαιοπρεπές), υπάκουος -η, -ο, ανυπάκουος, -η, -ο, πρωτάκουστος -η, -ο, ανήκουστος -η, -ο
  • μετοχές: ακουσμένος, -η, -ο, ξακουσμένος, -η, -ο, ξακούγοντας

 

Άλλες χρήσεις του «ακούω», συνώνυμα

  • Ακούω: προσέχω, υπακούω, συγκεντρώνομαι σε κάτι που λέγεται, παρακολουθώ, αντιλαμβάνομαι, καταγράφω στο μυαλό μου, καταλαβαίνω, μαθαίνω ένα νέο, εκπλήσσομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι και απογοητεύομαι και φρίττω από αυτό
  • Αφουγκράζομαι: καταλαβαίνω, δίνω σημασία, έχω την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι
  • Στήνω αυτί: κατασκοπεύω
  • Στυλώνω τ’ αυτιά: στρέφω την προσοχή μου προς κάποιον ήχο

 

Πηγές

Κριαράς Εμμ., (1969). Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνική Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, Τόμος Α’. Θεσσαλονίκη

Ακαδημία Αθηνών, 2014. Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, Τόμος 1. Αθήνα

 

 

Ηλ.Ταχ.: [email protected]

Παρασκευή Σιδεράτου

Δασκάλα, Γλωσσοπαιδαγωγός