Σύνταξη άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός

Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, πέραν των νέων εμπορικών δρόμων, των νέων γνώσεων και αντιλήψεων και των νέων πολιτισμών γενικότερα, ήρθαν στην Ευρώπη και τα προϊόντα αυτών των χωρών. Έκτοτε άλλαξε δραστικά και οριστικά το διαιτολόγιο των Ευρωπαίων κι όχι μόνο. Επιπλέον οι διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου και οι στενότερες επαφές με τους λαούς της Αφρικής και της Ασίας προσέδωσαν ακομη μεγαλύτερη ποικιλία στα νέα είδη, που εισήχθησαν στην ήπειρό μας. Ανάμεσα σε αυτά είναι και κάποια που έχουν ενταχθεί τόσο πολύ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ώστε ουδείς μπορεί να διανοηθεί την ευρωπαϊκή κουζίνα χωρίς αυτά. Βέβαια αυτές δεν είναι διαδικασίες των τελευταίων μόνο αιώνων. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση των συγγραφέων της ελληνορωμαϊκής εποχής (1ος π.Χ. αιώνας με 4ος μ.Χ.) για το αν οι Έλληνες ή οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που είχαν γευτεί πρώτοι τα κεράσια, καρπός που ό,τι είχε έρθει τότε από την Ανατολή. Οι πλέον χαρακτηριστικοί, εμβληματικοί θα μπορούσε να ειπωθεί, από αυτούς τους «νέους» καρπούς είναι η ντομάτα, η πατάτα, ο καφές. Και επειδή ό,τι υπάρχει ονοματίζεται, η ένταξη αυτών των νέων τροφών στο διαιτολόγιο σήμαινε ένταξη και στο λεξιλόγιο.

Ας δούμε πώς λέγονται στα ελληνικά.

Το αβοκάντο. Μας ήρθε σχετικά πρόσφατα από την Κεντρική Αμερική στην Ευρώπη (μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο). Το δέντρο του ονομάζεται και «Βουτυρόδεντρο» ενώ ο καρπός «Περσέα η ηδύκαρπος». Περσέα λοιπόν.

Το μπλούμπερι (blueberry). Μύρτιλλο, φυσικά. Από αρχαιοτάτων χρόνων στην Ελλάδα.

• Φραμπουάζ (γαλλικά: framboise). Δεν είναι άλλο από το κοινό και πασίγνωστο σμέουρο στη γλώσσα μας. Έχει επικρατήσει διεθνώς ο γαλλικός όρος καθώς το σμέουρο είναι πολύ αγαπητό στη γαλλική κουζίνα.

Το ράσμπερι (raspberry). Βατόμουρο, φυσικά.

Το κράνμπερι (cranberry). Το πολύ γνωστό από την αρχαιότητα «Βακκίνιο το οξύκοκκον». Στο Βυζάντιο πήρε την ονομασία, που χρησιμοποιούμε όλοι σήμερα πια, όπου αυτό το τόσο χρήσιμο φυτό φύεται: το φίγγι. Αυτή είναι η ελληνική του ονομασία, το φίγγι.

Το γκότζι μπέρι (goji berry). Επίσης από αρχαιοτάτων χρόνων αποκαλείται στη χώρα μας «Λυκόμουρο». Λυκόμουρο λοιπόν.

Το μπέρι (berry). Τα μούρα…

Το φουντούκι. Η λέξη είναι αντιδάνειο από την τουρκική. Οι Τούρκοι πήραν τον αρχαίο ελληνικό όρο (μέσω της αραβικής) «Ποντικόν Κάρυον», δηλαδή καρύδι του Πόντου και με παραφθορά στη γλώσσα τους έγινε «findik», περνώντας στη νεοελληνική ως φουντούκι. Ο καρπός αυτός υπάρχει στη χώρα μας από αρχαιοτάτων επίσης χρόνων. Το ελληνικό του όνομα είναι «Λεπτοκάρυο». Λεπτοκάρυο λοιπόν.

Το κάσιους. Η λέξη είναι Λατινική (cassius). Στα ελληνικά έχει το επιστημονικό όνομα «Ανακάρδιον το δυτικόν». Ο καρπός και το δέντρο προέρχονται από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα από τη Βραζιλία, όπου και συνεχίζει να καλλιεργείται καθώς και σε χώρες της Αφρικής. Ανακάρδιον, λοιπόν.

Η πατάτα. Μας ήρθε από τη νότια Αμερική. Στην Ελλάδα εισήχθη με τον Καποδίστρια. Το ελληνικό της όνομα είναι «γεώμηλον». Το μήλο της γης, το γεώμηλο. Απαντάται και η ονομασία «η κοντυλόριζα» (η κονδυλόριζος).

Η ντομάτα. Όπως και της πατάτας, το όνομα που χρησιμοποιούμε όλοι, έχει ινδιάνικη προέλευση, της Νοτίου Αμερικής. Στα ελληνικά λέγεται «Στρύχνον το λυκοπερσικόν», που είναι η επιστημονική της ονομασία. Η εμπορική του ονομασία είναι «Λυκοπερσικόν το εδώδιμον». Λυκοπερσικό λοιπόν.

Ο καφές. Παλιότερα, στην Ελλάδα γραφόταν «καφφές». Η λέξη έχει μακρά πορεία και δεν είναι σαφής η καταγωγή της. Κατά κάποιους προέρχεται από τα αραβικά και μέσω των Τούρκων πέρασε στα Βαλκάνια και από εκεί στη λοιπή Ευρώπη. Κατά άλλους ο όρος προέρχεται κατευθείαν από την αληθινή πατρίδα του καφέ, την περιοχή Κάφφα της Αιθιοπίας. (Πατρίδα του καφέ δεν είναι μόνο η Αμερική). Δεν έχει αντίστοιχο ελληνικό όνομα. Καφές, λοιπόν, καφεδάκι, «πιάσε μια καφεδιά», καφενείο, καφενές, καφωδείον και ούτω καθεξής.

Η μελιτζάνα. Το φυτό έφτασε στο Βυζάντιο από τη μακρινή Ινδία κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Οι συνηθέστεροι τύποι ήταν ματιτάνιον, ματζάνα και μαζάνα, που προέρχονται από το αραβικό «μπατζιζάν». Πιθανές ετυμολογικές επιρροές μπορεί να είναι και τα αντιδάνεια από την Ιταλία (δηλαδή πήραν τον εξελληνισμένο όρο «ματζάνα» και πρόσθεσαν το melon (στα αρχαία ελληνικά «το μήλον»). Άρα, melon+ματζάνα και (ίσως) μελιτζάνα.

Η κινόα. Η κινόα, ένα πολύ ιδιαίτερο φυτό, ως τρόφιμο, κι όχι ως φυτό όμως, κατατάσσεται στα δημητριακά (ψευδοδημητριακό). Αποτελεί εξαιρετική τροφή, που μας ήρθε και αυτή από τη Νότια Αμερική. Καθώς ανήκει στο φυτολογικό γένος των Χηνοπόδων (Chenopodium), θα μπορούσε στα ελληνικά, ίσως, να αποκαλείται «χηνοπόδι». Και το «κινόα» όμως είναι εύηχο.

Ο ανανάς, η μπανάνα, το μάνγκο, η παπαπάγια

Αυτά όλα δεν έχουν μακρά ιστορία στη χώρα μας και ως εκ τούτου δεν έχουν όνομα ούτε ελληνικό, ούτε εξελληνισμένο. Τα προφέρουμε κλινόμενα (η μπανάνα-οι μπανάνες, ο ανανάς-οι ανανάδες, η παπάγια-οι παπάγιες) ή άκλιτα (το μάνγκο-τα μάνγκο).

Το ταξίδι της τροφής σαφώς είναι και ταξίδι της γλώσσας!

 

Πηγές

Μπαμπινιώτης Γεώργιος, 2019. Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Κέντρο Λεξικολογίας

Ιστολόγιο Νίκου Σαραντάκου

 

Ηλ.Ταχ.: [email protected]

Παρασκευή Σιδεράτου

Δασκάλα, Γλωσσοπαιδαγωγός