Σύνταξη άρθρου: Τατιάνα Πούλου

Επιμέλεια για το Αθηνοδρόμιο: Κωνσταντίνος Ουρανός

* Η κυρία Τατιάνα Πούλου είναι αρχαιολόγος και εργάζεται στην Εφορία Αρχαιοτήτων Πόλεως Αθηνών. Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό «Ανθέμιον» (Τεύχος 26, Δεκέμβριος 2015) και έχει ευγενικά παραχωρηθεί στο Αθηνοδρόμιο. Ευχαριστούμε θερμά για αυτό και την κυρία Τατιάνα Πούλου και το «Ανθέμιον».

Ο Τζιοβάννι Μπαττίστα Λουζιέρι (Giovanni Battista Lusieri), Ιταλός ζωγράφος γεννημένος στη Ρώμη το 1755, ακολούθησε τον 7ο λόρδο Έλγιν στην Ελλάδα και παρέμεινε στην Αθήνα έως τον θάνατό του, την 1η Μαρτίου 1821. Κατά τα 20 χρόνια παραμονής του στην πόλη των Αθηνών, οργάνωσε και ολοκλήρωσε την αποκοπή των Μαρμάρων του Παρθενώνα και πραγματοποίησε εκτεταμένες ανασκαφές, οι οποίες δεν ήταν ευρύτερα γνωστές. Η νεότερη μελέτη των αρχείων Έλγιν έδωσε τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί μέρος του αγνώστου ανασκαφικού του έργου. Κανείς δεν φανταζόταν, το 2002, ότι ένα τυχαίο εύρημα στον Λόφο των Μουσών (Φιλοπάππου) θα οδηγούσε τα βήματα της έρευνας στη Σκωτία και στα αρχεία του Λόρδου Έλγιν. Η ανασκαφική ομάδα πανηγύριζε, γιατί η αρχαιολογική σκαπάνη είχε μόλις αποκαλύψει το αρχαιότερο εύρημα, που είχε βρεθεί στον Λόφο του Φιλοπάππου. Ήταν τρεις αριστοκρατικοί τάφοι Γεωμετρικών χρόνων, με πολύ πλούσια κτερίσματα. Δύο ενήλικες και ένα παιδί. Ο σημαντικότερος από αυτούς τους τάφους τελικά ανήκε σε ένα νεαρό κορίτσι, το οποίο ετάφη εν μέσω πολλών αγγείων, φορώντας τέσσερα χρυσά κοσμήματα. Η «Κόρη των Λόφων» είχε ραμμένα στα ρούχα της δύο χρυσά κοσμήματα κατάμεστα από χάνδρες κεχριμπαριού της Βαλτικής, φορούσε δύο χρυσά ελικοειδή σκουλαρίκια και το χέρι της κοσμούσε ένα απλό χρυσό συρμάτινο δαχτυλίδι. Ήταν τα κοσμήματα που θα είχε φορέσει στον γάμο της, αν δεν την είχε προλάβει ο θάνατος. Τα κοσμήματα τελικά τη συνόδευσαν για 28 ολόκληρους αιώνες, μέχρι την αποκάλυψη του τάφου της. Από αρχαιολογικής πλευράς πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό εύρημα, καθώς είναι η αρχαιότερη και η πλουσιότερη κτερισμένη ταφή που εντοπίστηκε στον αρχαιολογικό χώρο Φιλοπάππου (Πούλου 2013, 233). Το μεγαλύτερο από τα χρυσά κοσμήματα είναι ένα από τα ωραιότερα που μας έχει δώσει η Γεωμετρική Ελλάδα (εικ. 1).

Εικ. 1. Χρυσό κόσμημα Α, Τάφος 1, Λόφος Μουσών
Εικ. 2. Χρυσό επιστήθιο κόσμημα Β, Τάφος 1, Λόφος Μουσών

Αποτελείται από 9 χρυσά πλακίδια διακοσμημένα με συρματερή και κοκκιδωτή τεχνική. Τα χρυσά συρμάτινα ελάσματα σχηματίζουν διάχωρα διαφόρων σχημάτων, μέσα στα οποία έμπαινε ένθετο κεχριμπάρι. Το διακοσμητικό μοτίβο του κεντρικού πλακιδίου έχει σχήμα πέλτης, μιας ιδιαίτερου τύπου ασπίδας, ενώ τα διπλανά έχουν ασπίδες τύπου Διπύλου, ρόδακες, ρόμβους και πάλι ρόδακες που κλείνουν το κόσμημα. Στο κάτω μέρος του κρέμονται χρυσές αλυσίδες, που απολήγουν σε καρπό ροδιού, το οποίο σχηματίζεται με τη βοήθεια χάντρας από κεχριμπάρι. Για να μη φαίνονται οι κλωστές, που συγκρατούσαν το κόσμημα σε ένα ενιαίο κόσμημα, χρυσοί σωληνίσκοι τις έκρυβαν, οι οποίοι είναι και αυτοί διακοσμημένοι με χάντρες από κεχριμπάρι. Το δεύτερο κόσμημα (εικ. 2), επίσης ραμμένο στα ρούχα της νεκρής, είναι πολύ μικρότερο. Αποτελείται από 26 αμφικωνικές χάντρες που μιμούνται καρπό και 16 αλυσίδες που κρέμονται ανάμεσά τους, ίδιες με αυτές του μεγάλου κοσμήματος. Το μικρό όμως κόσμημα δεν είναι μοναδικό. Υπάρχει ένα δεύτερο κόσμημα, το οποίο του έμοιαζε πολύ, που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Το κόσμημα του Βρετανικού Μουσείου ανήκει στη συλλογή αρχαιοτήτων που μεταφέρθηκαν από τον λόρδο Έλγιν στην Αγγλία, μαζί με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι οι αρχαιότητες που προέρχονται από την Αθήνα και την Αττική, προέκυψαν ύστερα από τις ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Τζιοβάννι Μπαττίστα Λουζιέρι, για λογαριασμό του λόρδου Έλγιν, από το 1800 έως το 1813. Η «Συλλογή Έλγιν» αριθμεί περί τα 1349 αντικείμενα (ελληνικές και ιταλικές αρχαιότητες, αρχιτεκτονικά σχέδια καλλιτεχνών της εποχής, συλλεκτικά έργα τέχνης κ.ά.) συμπεριλαμβανομένων των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Η βιογραφία του Λουζιέρι

Ο 7ος λόρδος Έλγιν, Σκωτσέζος ευγενής, διορίστηκε Πρέσβης της Βρετανίας στην Οθωμανική Πύλη στα 1798. Το 1799 παντρεύτηκε τη Μαίρη Νίσμπερ (Mary Nisber), καλλονή της εποχής, μα κυρίως μοναχοπαίδι μιας πολύ πλούσιας οικογένειας. Για τον καλύτερο χειρισμό των αναγκών της διπλωματίας, προσέλαβε δύο ιδιωτικούς γραμματείς, τον Γουίλλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον (William Richard Hamilton) και τον Τζων Μοριέρ (John Morier), καθως και έναν στρατιωτικό ιερέα, τον Φίλιπ Χαντ, ως ιδιωτικό γραμματέα για την Πρεσβεία. Ένας από τους σκοπούς του ήταν να κάνει την πρεσβεία της Βρετανίας ευεργετική για τις καλές τέχνες. Σύμφωνα με τη συνήθεια των περιηγητών της εποχής, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ιταλία, συγκέντρωσε έναν μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών, που σκοπό είχαν να βγάλουν γύψινα εκμαγεία και να κάνουν ακριβείς αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις. Πρόκειται για τον Φίοντορ Ιβάνοβιτς (Feodor Ivanowitch), Βιντσένζο Μπαλέστρα (Vincenzo Balestra), Στέφανο Πιάλε (Stefano Piale), Σεμπαστιάνο Ιττάρ (Sebastiano Ittar), Μπερναρντίνο Λέντους (Bernardino Ledus) και Βινσένζο Ροζάτι (Vincenzo Rosati. Ο επικεφαλής της ομάδας των καλλιεχνών ονομαζόταν Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι (Giovanni Battista Lusieri), είχε γεννηθεί στη Ρώμη το 1755, ήταν πολύ γνωστός τοπιογράφος και υπηρετούσε στην αυλή του βασιλιά της Νάπολης. Όταν γνωρίστηκε με τον λόρδο Έλγιν ήταν 45 ετών. Ο λόρδος Έλγιν ήρθε σε συμφωνία αποκλειστικότητας μαζί του προς 200 αγγλικές λίρες τον χρόνο και ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς την Κωνσταντινούπολη. Λόγω αυτής της συνεργασίας ο Λουζιέρι θα παραμείνει άγνωστος στο ευρύ κοινό και δε θα αναγνωριστεί η καλλιτεχνική του αξία, όπως του άξιζε. Μετά τον θάνατό του όσα από τα έργα του διασώθηκαν, πωλήθηκαν από τους κληρονόμους του στον λόρδο Έλγιν και βρίσκονται στην ιδιωτική συλλογή Μπρούμχωλ (Broomhall). Δυστυχώς τα περισσότερα έργα από την Ελλάδα στο ναυάγιο του Κάμπριαν (Cambrian) το 1828 στη Γαμβρούσα, όταν ο Άγγλος πρόξενος έστειλε τα τελευταία υπάρχοντα του Λουζιέρι στον λόρδο Έλγιν. Το 2012, η Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας διοργάνωσε έκθεση για τον Λουζιέρι (εικ. 3-5), προκειμένου να προβάλει το έργο αυτού του εξαιρετικά προικισμένου αλλά μη αναγνωρισμένου ζωγράφου (Weston-Lewis 2012).

Ο Λουζιέρι θα προσφέρει στον λόρδο Έλγιν τις υπηρεσίες του για τα επόμενα 20 χρόνια, από τον Οκτώβριο του 1799 έως τον θάνατό του στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1821, λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση. Παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άγνωστος στο ελληνικό κοινό, παρόλο που πραγματοποίησε ένα τραγικό για την ιστορία μας εγχείρημα: ήταν αυτός που οργάνωσε και ολοκλήρωσε την αποκοπή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Κατά τα 20 χρόνια της παραμονής του στην Αθήνα, ανέσκαψε πολλά σημεία της πόλεως των Αθηνών, ανασκαφές, οι οποίες ήταν σχεδόν άγνωστες μέχρι σήμερα.

Το αρχείο

Το αρχείο Έλγιν (EP) αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη δράση του 7ου λόρδου Έλγιν και την ανασκαφική δραστηριότητα του Λουζιέρι τα χρόνια της παραμονής του στην Ελλάδα. Στεγάζεται στην ιστορική κατοικία των Έλγιν, την Οικία Μπρούμχωλ (Broomhall House), το οποίο βρίσκεται 35 χιλιόμετρα έξω από το Εδιμβούργο. Το τμήμα του αρχείου που αφορά στη δράση του 7ου λόρδου Έλγιν κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρέσβη της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, περιέχει περίπου 500 επιστολές, τις οποίες αντήλλαξαν μεταξύ του Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι, ο λόρδος Έλγιν, ο Γουίλλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, ο Φίλιπ Χαντ και ο Σπυρίδων Λογοθέτης, ο οποίος ήταν ο Πρόξενος της Βρετανίας στην Αθήνα την εποχή του Έλγιν. Το αρχείο, σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, είναι ιδιωτικό και παραμένει αδημοσίευτο στο σύνολό του. Τα τελευταία δύο χρόνια δύο Ιταλίδες, η αρχιτέκτονας Λουτσιάνα Γκάλλο (Luciana Gallo) και η ιστορικός της Τέχνης Φαμπρίτσια Σπιρίτο (Fabrizia Spirito), με αφορμή τον Λουζιέρι, έχουν δημοσιεύσει μικρό αλλά σημαντικό αριθμό επιστολών από το αρχείο. Τα 500 αυτά γράμματα, οργανώθηκαν χρονολογικά και δέθηκαν σε 7 δερματόδετους τόμους (Elgin papers n. 1 έως n.7) από το Βρετανικό Μουσείο το 1916, με αφορμή τα 100 χρόνια κτήσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Πολυτιμότατο συμπλήρωμα στην κατανόηση των επιστολών αποτελεί το account book του Λουζιέρι (a/b), το λογιστικό του βιβλίο δηλαδή, στο οποίο με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια κατέγραψε τα έξοδα της 20χρονης παραμονής του στην Ελλάδα.

Εικ. 3. Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι, Το μνημείο του Φιλοπάππου, Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας, NG 2815

Οι ανασκαφές

Συμβατικά, οι εργασίες που πραγματοποίησε ο Λουζιέρι στην Αθήνα χωρίζονται σε δύο περιόδους: η πρώτη περίοδος (1800-1807) περιλαμβάνει τις ανασκαφικές εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν πάνω στην Ακρόπολη την περίοδο της αποκοπής των γλυπτών του Παρθενώνα και τις εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν κυρίως σε μνημεία, που ήταν ορατά και προκαλούσαν άμεση περιέργεια για εξεύρεση αρχαιοτήτων. Τον Οκτώβριο του 1805 ο βοεβόδας της Αθήνας ανακαλεί τις άδειες των ανασκαφών, τις οποίες όμως ο Λουζιέρι συνεχίζει πιθανόν παράνομα. Τον Φεβρουάριο του 1807, λόγω του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου (οι Άγγλοι είναι σύμμαχοι των Ρώσων) ο Λουζιέρι, για να γλυτώσει τη ζωή του, αναγκάστηκε να φυγαδευτεί στην Κέα και από εκεί στη Μάλτα, όπου θα παραμείνει για 2 χρόνια. Οι αρχαιότητες εστάλησαν στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος  δώρισε 120 αρχαία αγγεία στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη για να τον ευχαριστήσει. Δύο χρόνια μετά, στις 31 Αυγούστου 1809, με το τέλος του πολέμου, ο Λουζιέρι επέστρεψε στην Αθήνα. Κατά τη δεύτερη περίοδο της δραστηριότητάς του (1809-1813), ανέσκαψε μόνο χωράφια της πόλεως των Αθηνών, προκειμένου να αποκαταστήσει τη χαμένη συλλογή. Οι ανασκαφές πραγματοποιούνται μετά από συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των αγρών, στους οποίους δίνει χρήματα ως αποζημίωση.

Εικ. 4. Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι, Πανόραμα του Παλέρμο, ιδιωτική συλλογή

Η ανασκαφική δραστηριότητα του Λουζιέρι κατά την πρώτη περίοδο (1800-1807)

Μετά την υπογραφή της συμφωνίας με τον Λόρδο Έλγιν στην Ταορμίνα το 1799, οι Λουζιέρι και Έλγιν θα παραμείνουν για 9 ολόκληρους μήνες στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λουζιέρι έρχεται μόνος στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 1801. Η πόλη των Αθηνών είχε περίπου 1.200 σπίτια. Στην Ακρόπολη 10 ήταν κατοικημένα και τα υπόλοιπα ήταν ερειπωμένα.

Οι ανασκαφές στην Ακρόπολη

Αμέσως μετά την άφιξή του στην Αθήνα, ξεκινούν οι ανασκαφές πάνω στην Ακρόπολη. Στο δεύτερο κιόλας γράμμα του προς τον Έλγιν, στις 16 Μαίου 1801 (Gallo 2009, 189), ο Λουζιέρι αναφέρει: «Είναι ήδη ένας μήνας που εργαζόμαστε στην Ακρόπολη, με μέσο κάποια χρήματα που ο κύριος Χαντ έφερε ως βοήθεια, η οποία μας διευκόλυνε να σκάψουμε και να πάρουμε. Κάνοντας ανασκαφές κάτω από το αέτωμα του Παρθενώνα, από τη δυτική πλευρά, βρήκαμε πολλά τμήματα αγαλμάτων, ανάμεσά τους και το μπούστο του Δία, χωρίς κεφάλι και με κατεστραμμένο τον θώρακα».

Εικ. 5. Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι, Ο Παρθενών, Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας, DNG 710

Ο Λουζιέρι και η ομάδα του πραγματοποίησαν ανασκαφές κυρίως γύρω από το Δυτικό και το Ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. Για τις ανάγκες των ανασκαφών αυτών, κατεδάφισαν τέσσερα τούρκικα σπίτια. Τον Ιούλιο του 1801 κατεδαφίστηκε το πρώτο σπίτι, ενός Τούρκου, που βρισκόταν κάτω ακριβώς από το Δυτικό αέτωμα. Το γεγονός καταγράφηκε από τον Χαντ, στο γράμμα προς τον Λόρδο Έλγιν με ημερομηνία 31 Ιουλίου 1801 (Gallo 2009, 195): «Πήραμε άδεια για να γκρεμιστεί ένα παλιό σπίτι που ήταν χτισμένο από κάτω νοικιάζοντας ένα άλλο για αυτόν που έμενε μέσα. Σκάβοντας σε σημαντικό βάθος, βρήκαμε τον ώμο και τον θώρακα ενός γυμνού Δία και έναν μεγάλο αριθμό από ακρωτηριασμένα γυναικεία γλυπτά». Πραγματοποίησαν ανασκαφή κάτω ακριβώς από το Δυτικό αέτωμα, όπου ανακαλύφθηκαν πολλά από τα γλυπτά που είχαν πέσει από την έκρηξη του Μοροζίνι. Οι περιηγητές Έντουαρντ Ντόντγουελ (Edward Dodwell) και Γουίλιαμ Τζηλ (William Gell) ήταν παρόντες σε αυτήν την ανασκαφή. Στις 22 Μαίου 1802 (a/b), κατεδαφίστηκε το δεύτερο σπίτι στην Ακρόπολη, κάτω από το Ανατολικό αέτωμα αυτή τη φορά, πάλι για τις ανάγκες της εξεύρεσης των γλυπτών. Αυτή τη φορά η γυναίκα του Κάστρου αποζημιώθηκε με 15 πιάστρα για την κατεδάφιση του σπιτιού της. Την εποχή εκείνη νόμιζαν πως τα γλυπτά του Ανατολικού αετώματος είχαν πέσει και αυτά με την έκρηξη του Μοροζίνι, όμως είχαν δυστυχώς καταστραφεί πολύ νωρίτερα, με τη μετατροπή του Παρθενώνα σε εκκλησία. Στις 27 Ιουνίου 1803 (a/b) ανέσκαψαν εντός του τρίτου σπιτιού: «Στον Ιμπραήμ Οντάρμπατσι, για την ταλαιπωρία που υπέστη κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του σπιτιού του, 30 πιάστρα». Τέλος, στις 7 Μαίου 1803 (a/b), πραγματοποιήθηκε η τέταρτη, και τελευταία, κατεδάφιση, πιθανόν στα βόρεια του Παρθενώνα: «Για να ρίξουμε κάτω ένα σπίτι στη στοά του Παρθενώνα προκειμένου να ενεργήσουμε με ασφάλεια, 50 πιάστρα». Εκτός από τις κατεδαφίσεις των τεσσάρων αυτών σπιτιών, ο Λουζιέρι πραγματοποίησε ανασκαφές και στο Ερέχθειο. Ο Χαντ κατέγραψε στο γράμμα της 31ης Ιουλίου 1801 (Gallo 2009, 195): «Γκρεμίσαμε τους μοντέρνους τοίχους, που παραμόρφωναν τον Ναό της Πανδρόσου και αποκαταστήσαμε το κομψό μικρό κτήριο στην αρχική του μορφή». Η μαρτυρία της πρώτης ανασκαφής του Ερεχθείου επιβεβαιώθηκε από δύο περιηγητές, τον Τζόζεφ Γουντς (Joseph Woods) και τον Γουίλλιαμ Γουίλκινς (William Wilkins). O Γουντς καταθέτει (Woods 1828, 257): «Ο Λουζιέρι είπε ότι έσκαψε στο (στο Πανδρόσειο) και δεν υπάρχουν στα σίγουρα ίχνη από τοίχο ή από την Πηγή; όμως δεν είναι καθόλου σαφές ότι πρέπει να αναζητηθεί στο παρόν μέρος, ούτε είμαι πεπεισμένος ότι έσκαψε αρκετά βαθιά». Ο Γουίλλιαμ Γουίλκινς, ο δεύτερος περιηγητής που κατέγραψε την ανασκαφή του Ερεχθείου (Wilkins 1816, 129), είχε επισκεφθεί την Ακρόπολη το 1802, όταν οι εργασίες στην Ακρόπολη βρίσκονταν στο απόγειό τους: «κατά τη διάρκεια που κατοικούσα στην Αθήνα, ο Λόρδος Έλγιν ανέσκαψε αυτή τη στοά (των Καρυατίδων) και ανακάλυψε αρκετά σκαλοπάτια, που οδηγούν κάτω σε μία πόρτα στον νότιο τοίχο από το Πανδρόσειο». Την περίοδο αυτήν απασχολούν 14 εργάτες, των οποίων τα ονόματα παραμένουν άγνωστα. Στις καταγραφές του Λουζιέρι διεσώθησαν όμως τα ονόματα των εξειδικευμένων τεχνιτών: Maestro Antonio, Maestro Agostino, Maestro Eleutteri, Maestro Iorgacci. Τα γλυπτά κατεβαίνουν από τον Παρθενώνα, μεταφέρονται στην αυλή του σπιτιού του Σπυρίδωνα Λογοθέτη (που βρισκόταν στο σημερινό Μοναστηράκι) και από εκεί, διαμέσου του Λόφου Φιλιπάππου και της αρχαίας οδού Κοίλης, στον Πειραιά.

‘Εναν μήνα μετά την έναρξη των εργασιών πάνω στον Παρθενώνα, στις 31 Ιουλίου 1801 (Gallo 2009, 196), ο Φίλιπ Χαντ κατέγραψε τις πρώτες αντιδράσεις για την αποκοπή, οι οποίες προήλθαν από τον Σπυρίδωνα Λογοθέτη: «Βρίσκω τον πρόξενό μας εξαιρετικά ντροπαλό, αλλά εμπιστεύομαι ότι αυτό που έχει δει τον τελευταίο καιρό, θα του εμπνεύσει περισσότερο θάρρος. Σαν άρχοντας των Αθηνών πιθανόν δεν είδε με συμπάθεια την ιδέα της αποκοπής των γλυπτών από τον Παρθενώνα και τόλμησε να υπαινιχθεί ότι η διαταγή του βοεβόδα δεν εξέτεινε το φιρμάνι σε τέτοιο σημείο.»

Η υπόθεση της αποκοπής είναι θέμα πολυσύνθετο. Μέσω της μελέτης των αρχείων Έλγιν, γίνεται αντιληπτό πως ο ηθικός αυτουργός της αποκοπής δεν ήταν ο Λόρδος Έλγιν αλλά ο Φίλιπ Χαντ. Ενόσω ο Λόρδος Έλγιν παρέμενε στην Κωνσταντινούπολη, η αποτύπωση των μνημείων και η δημιουργία εκμαγείων πραγματοποιείται με μεγάλη δυσκολία και κατόπιν δωροδοκιών, που δέχεται ο Δισδάρης της Ακρόπολης. Για τη διευκόλυνση των εργασιών των καλλιτεχνών, ο Λουζιέρι και ο Χαντ ζητούν ένα φιρμάνι (Gallo 2009, 189). Ο Χαντ, την 1η Ιουλίου 1801, συνέταξε ένα υπόμνημα (Memorandum) προς τον Έλγιν (EP5, folio 17). Είναι συγκλονιστικό το ότι το τελικό Φιρμάνι που εκδίδεται, είναι αυτούσιες οι οδηγίες του Χαντ, μια απλή αναδιατύπωση του Memorandum, σε πιο υπηρεσιακή γλώσσα. Ο Χαντ ήταν αυτός, με βοήθεια την επιμονή του Λουζιέρι, που συντέλεσε καταλυτικά στην σύνταξη του Φιρμανιού που προκάλεσε την αποκοπή των Μαρμάρων. Ο ίδιος ο Λόρδος Έλγιν θα επισκεφθεί την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1802, έναν περίπου χρόνο μετά την έναρξη των εργασιών αποκοπής. Δε θα δει ποτέ το μνημείο με τα μάρμαρα στη θέση τους. Συνολικά πραγματοποίησε 4 μικρά ταξίδια επί ελληνικού εδάφους και παρέμεινε στην Αθήνα για 59 ημέρες.

Στα γράμματά του προς τον Λόρδο Έλγιν, ο Λουζιέρι αναφέρεται σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων που κατάφερε να πάρει από την Ακρόπολη, όπως επιγραφές μέσα και έξω από τον Παρθενώνα, μέσα και έξω από τα τούρκικα σπίτια, δωρικά κιονόκρανα, βάσεις κιόνων, τμήματα από τα Προπύλαια, μεγάλο αριθμό αποτμημάτων από τα γλυπτά, πεσμένα τμήματα της ζωφόρου, αρχιτεκτονικά και γλυπτά από τον Ναό της Απτέρου Νίκης και το Ερέχθειο, γλυπτά που ήταν εντοιχισμένα στα τείχη της Ακρόπολης. Η αποκοπή των Μαρμάρων και οι ανασκαφικές εργασίες στην Ακρόπολη έφτασαν στο τέλος τους, με τη βοήθεια συνεχόμενων δωροδοκιών, στο τέλος του 1804. Οι λεπτομέρειες της αποκοπής παραμένουν συγκλονιστικές.

Οι ανασκαφές στην πόλη των Αθηνών

Οι πρώτες ανασκαφές του Λουζιέρι (και της ομάδας του) εκτός Ακροπόλεως ξεκίνησαν ήδη πριν την άφιξή του στην Αθήνα, κατά το έτος 1800. Η πρόσφατη δημοσίευση χειρόγραφου σημειώματος εξόδων του Βιντσένζο Μπαλέστρα (Vincenzo Balestra) (Gallo 2009, 188) τεκμηριώνει τη διενέργεια των ανασκαφών αυτών. Προφανώς ήταν αποτέλεσμα συνεννοήσεων ανάμεσα στην ομάδα των καλλιτεχνών και στον Λόρδο Έλγιν. Οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν κυρίως στα μνημεία της Νότιας Κλιτύος και σε μνημεία που ήταν ορατά και προκαλούσαν άμεσο ενδιαφέρον για εξεύρεση αρχαιοτήτων. Από το χειρόγραφο προκύπτει ότι τα έτη 1800 και 1801 πραγματοποιήθηκαν 24 ημέρες ανασκαφών με 6 εργάτες στο Ηρώδειο, 26 ημέρες ανασκαφών με 6 εργάτες στο Διονυσιακό Θέατρο και 35 ημέρες ανασκαφών με 6 εργάτες στο «Γυμνάσιο». Η Γκάλλο (Gallo) ερμηνεύει ότι η λέξη Γυμνάσιο αναφέρεται στο Γυμνάσιο του Πτολεμαίου, για το οποίο δε γνωρίζουμε πάρα πολλά έως σήμερα. Ο Έντουαρτ Ντόντγουελ πραγματοποίησε δύο απεικονίσεις εκείνη την περίοδο, οι οποίες φέρουν τον ομώνυμο τίτλο. Στη δεύτερη από αυτές (εικ. 6) εικονίζεται στο βάθος η αετωματική απόληξη της πύλης της Αρχηγέτιδος Αθηνάς στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τον 19ο αιώνα «Γυμνάσιο του Πτολεμαίου» αποκαλούσαν τα ερείπια της Στοάς του Αττάλου. Ο Μπαλέστρα, χωρίς να το ξέρει, ανέσκαψε ανάμεσα στα σπίτια της οθωμανικής Αθήνας τη Στοά του Αττάλου, όπως γράφει, «για να προσδιορίσει την κάτοψή της». Από τις εργασίες εκείνες προέρχεται η επιγραφή ΒΜ1816,0610.386, που φυλάσσεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές στη Νότια Κλιτύ δεν έχουν ταυτιστεί. Από τη Συλλογή Έλγιν, το Ηλιακό Ρολόι ΒΜ 1816,0610.186 που βρέθηκε στην Παναγία Γοργοεπήκοο, δίπλα στη Μητρόπολη, αποδίδεται στο Θέατρο του Διονύσου, ενώ η επιγραφή ΒΜ 1816,0610.165 πιθανόν προέρχεται από τον Ναό της Ίσιδος, ο οποίος βρισκόταν κοντά στο Ασκληπείο. Ο Γουίλλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, γραμματέας του λόρδου Έλγιν, παρακολουθώντας τις ανασκαφές που γίνονταν στη Νότια Κλιτύ, είχε ζητήσει τον Ιούλιο του 1802 την άδεια του βοεβόδα να πάρει το ακέφαλο άγαλμα του Διονύσου από το μνημείο του Θρασύλλου. Το άγαλμα ήταν ακέφαλο από την εποχή του Μοροζίνι. Στις 10 Ιουλίου 1802 (a/b), το άγαλμα κατέβηκε με τη βοήθεια 20 ανδρών και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Από το account book (λογιστικό βιβλίο) του Λουζιέρι, πληροφορούμαστε πως η Εκκλησία, ο ιερέας της Χρυσοσπηλιώτισσας δηλαδή, πήρε 30 πιάστρα για αυτή τη συναλλαγή. (a/b 24 Οκτωβρίου 1802). Στις 22 Μαίου 1801 (Gallo 2009, 191) ο Φίλιπ Χαντ συμπληρώνει: «Ούτε ένα κάθισμα δεν έχει μείνει στο Στάδιο και το Θέατρο του Βάκχου στην Αθήνα και όλα τα μάρμαρα, που φέρουν διακόσμηση, έχουν μετακινηθεί». Στο Βρετανικό Μουσείο σήμερα βρίσκεται ο θρόνος από το αρχαίο Παναθηναϊκό Στάδιο (εικ. 7), ενώ ο λεγόμενος «Θρόνος του Έλγιν» (εικ. 8) πουλήθηκε στο Μουσείο Γκετί (J. P. Getty).

Εικ. 6. Το Γυμνάσιο του Πτολεμαίου, Έντουαρντ Ντόντγουελ 1819, 370

Στα ανατολικά της Ακρόπολης, εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο μνημείο του Λυσικράτη, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν ενσωματωμένο στη Μονή των Καπουτσίνων. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως ο Λουζιέρι είχε μεγάλο ενδιαφέρον για το μνημείο αυτό, έγραφε συχνά στον Έλγιν, όμως δεν κατάφερε ποτέ να το αγοράσει για λογαριασμό του. Το μνημείο αποτυπώθηκε πολλές φορές από τους καλλιτέχνες της ομάδας του και οι εκμαγείς (formatori) έβγαλαν αντίγραφα από τον διάκοσμό του. Στα Αρχεία Έλγιν εντοπίστηκαν δύο αναφορές σχετικές με το μνημείο του Λυσικράτη. Η πρώτη, γύρω στον Δεκέμβριο του 1800, από τον Σπυρίδωνα Λογοθέτη, σε έγγραφο καταγραφής εξόδων. (ΕΡ6, folio 65): «Έργα που εκτελούνται στο Φανάρι του Δημοσθένη». Η δεύτερη αναφορά εντοπίστηκε στο account book (λογιστικό βιβλίο) και είναι πιο σημαντική. Ο Λουζιέρι σημείωσε ότι στις 25 Ιανουαρίου 1802 πλήρωσε 4 μεροκάματα για έναν εργάτη, που έσκαψε το βάθρο από το Φανάρι του Δημοσθένη. Το επόμενο μνημείο στο οποίο πραγματοποιήθηκαν εργασίες από τον Λουζιέρι είναι η Πνύκα. Στο λογιστικό του βιβλίο κάνει δύο καταγραφές για εργασίες στην Πνύκα: στις 4 Ιουλίου και στις 13 Αυγούστου 1801(a/b) κατέγραψε ότι μεταφέρονται πέτρες από την Πνύκα και τον Άρειο Πάγο. Ο περιηγητής Ιάκωβος Σάλομον Μπάρντολντυ (J.L.S. Bartholdy), ο οποίος επισκέφτηκε την Αθήνα το 1803, επεξηγώντας την περίεργη αυτή καταγραφή αναφέρει ότι «…ένας από τους ογκόλιθους (του αναλημματικού τοίχου της Πνύκας), ήταν ήδη αποκολλημένος και έτοιμος να επιβιβαστεί στο πλοίο για Αγγλία, η πεθερά του Λόρδου Έλγιν, η κα Σάρλοτ Χάμιλτον Νίσμπερ (Charlotte Hamilton Nisber) τον προόριζε να διακοσμήσει ένα από τα τζάκια της» (Bartholdy 1807, 160). Δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο 1803, με έξοδα του Λόρδου Αμπερντήν (Aberdeen), αποκαλύπτει το κοίλον της Πνύκας και το Βήμα του Ρήτορος (Πουαριέ/Poirier 1929, 70). Από αυτές τις εργασίες προέρχονται τα αναθηματικά ανάγλυφα στον Δία Ύψιστο, που φυλάσσονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.

Εικ. 7. Ο Θρόνος από το Παναθηναϊκό στάδιο, Trustees of the British Museum
Εικ. 8. Ο Θρόνος του Έλγιν, Ευγενική παραχώρηση του Μουσείου J.P. Getty

Από πλευράς των ορατών μνημείων, στις 4 Οκτωβρίου 1802 (ΕΡ7, folio 95-97) καταγράφονται εργασίες σε μία εκκλησία που βρισκόταν στην περιοχή του αρχαίου Παναθηναϊκού Σταδίου, από όπου παίρνουν τρία κιονόκρανα (1 δωρικό και 2 κορινθιακά). Στο (λογιστικό βιβλίο) account book (19 Σεπτεμβρίου 1802) η εκκλησία αναφέρεται ως Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Εικ. 9. Το Κορινθιακό κιονόκρανο, Trustees of the British Museum
Εικ. 10. Το Κορινθιακό κιονόκρανο της Ρωμαϊκής Αγοράς

Τέλος, από τα επίσημα δελτία του Βρετανικού Μουσείου προκύπτουν αρχαιότητες που συνδέονται με τρία ακόμη μνημεία της Αθήνας, ο Λουζιέρι όμως δεν κατέγραψε στα αρχεία του εργασίες σε αυτά. Πιθανόν οι αρχαιότητες αυτές να βρέθηκαν σε άλλες θέσεις. Από το Ωρολόγιον του Κυρρήστου (μνημείο των Αέρηδων), δηλώνεται ότι προέρχεται ένα Κορινθιακό κιονόκρανο (εικ. 9). Παρόμοιο κιονόκρανο (εικ. 10) βρίσκεται σήμερα στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρόλο που πιθανόν να μην προέρχεται από το Ρολόι. Από το σπήλαιο του Απόλλωνα Υποακραίου στη Βόρεια Κλιτύ της Ακρόπολης προέρχεται η ενεπίγραφη αναθηματική πλάκα ΒΜ1816,0610.163. Ακέραιο αντίστοιχό της υπάρχει σήμερα στο Μουσείο Ακρόπολης (ΕΜ8155). Στο σπήλαιο του Απόλλωνα ορκίζονταν οι Εννέα Άρχοντες της Πόλεως. Μετά τη λήξη της θητείας τους αφιέρωναν αναθηματικές πλάκες με τα ονόματά τους χαραγμένα μέσα σε στεφάνια μυρτιάς. Μέσα και έξω από το σπήλαιο ανακαλύφθηκαν πολλές αντίστοιχες αναθηματικές πλάκες. Τέλος, από τον ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο Θησείο, προέρχονται δύο φατνώματα από την οροφή. (ΒΜ1816,0610.108  και ΒΜ1816,0610.396).

Εικ. 11. Γουίλιαμ Γκελ, Η Αθήνα κοντά στον τύμβο της Αντιόπης, Trustees of the British Museum

Εκτός από τα ορατά μνημεία της, Αθήνας ο Λουζιέρι έσκαψε και σε ιδιωτικά χωράφια και αγρούς. Στα έγγραφά του αναφέρεται στην ανασκαφή 3 Τύμβων: στα κενοτάφια του Ευριπίδη, της Αντιόπης και στον Τύμβο της Ασπασίας. Για τους Τύμβους του Ευριπίδη και της Αντιόπης, στο αρχείο Έλγιν δε βρέθηκαν περισσότερα στοιχεία. Ένα σχέδιο του περιηγητή Γουίλλιαμ Τζηλ (William Gell), που φυλάσσεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, απεικονίζει την περιοχή του Τύμβου αυτού (εικ. 11). Η Λουίζ Ντεμόντ (Louise Demont) κατέγραψε πως ο Τύμβος της αμαζόνας Αντιόπης βρισκόταν στην πορεία του δρόμου από τον Πειραιά προς την Αθήνα, κοντά στα Μακρά Τείχη που ήταν ακόμα ορατά. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1802, το μπρίκι (πλοίο) Μέντωρ (Brig Mentor) βυθίστηκε στα Κύθηρα, έχοντας μαζί του 17 κιβώτια με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Ο Λουζιέρι δε σταμάτησε καθόλου τις εργασίες του, μάλιστα εκείνο το διάστημα κατέβαζε τα γλυπτά του Ανατολικού Αετώματος του Παρθενώνα. Στις 28 Οκτωβρίου 1802, ανακάλυψε τον περίφημο Τύμβο της Ασπασίας, κοντά στον Πειραιά. Είναι η μοναδική τόσο καλά τεκμηριωμένη ανασκαφή του. Δημοσιεύτηκε εξαιρετικά από τον Ντιούφρι Γουίλλιαμς (Dyfri Williams) το 2014. Σύμφωνα με τον Γουίλλιαμς ο Τύμβος πρέπει να βρισκόταν κοντά στον δρόμο, που μέσω των Ηετιωνίων Πυλών οδηγούσε στην Ελευσίνα. Ο Τύμβος ανεσκάφη για 3 ολόκληρους μήνες με 21 εργάτες και ο ιδιοκτήτης του αγρού αποζημιώθηκε με 25 πιάστρα. Η νεκρή, που ο Λουζιέρι ονομάζει Ασπασία, είναι τελικά νεκρός, ο οποίος κάηκε και η τέφρα αποτέθηκε σε χάλκινο λέβητα, μέσα σε μαρμάρινο αγγείο. Ο Λουζιέρι αποτύπωσε σε μια ξεχωριστή ακουαρέλα τα ευρήματα του τάφου (εικ. 12). Στον Τύμβο βρέθηκαν επίσης ένα χρυσό κλαδί μυρτιάς και ένα αλαβάστρινο αγγείο, που σήμερα θεωρείται χαμένο. Ο Λουζιέρι θεώρησε ότι δεν πρέπει να κρατήσει τα οστά, όμως από σεβασμό για τον αρχαίο νεκρό, αγόρασε ένα άλλο αρχαίο αγγείο, έβαλε μέσα τις στάχτες και το έθαψε στον Τύμβο. Σύμφωνα με τη μελέτη του Γουίλλιαμς, ο τάφος ανήκε σε νεκρό αθηναϊκης οικογένειας, που είχε στενές σχέσεις με τον Πειραιά, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και τον ταυτίζει πιθανόν με τον Κόνωνα τον Γ’.

Εικ. 12. Τζιοβάννι Μπατίστα Λουζιέρι, Ο Τάφος της Ασπασίας, Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας, DNG 711

Λίγο πριν το κλείσιμο αυτής της πρώτης ανασκαφικής περιόδου, στο γράμμα της 30ής Αυγούστου 1805 (ΕΡ7, folio 175-178), ο Λουζιέρι αναφέρει στον Λόρδο Έλγιν ανασκαφή Κλασικού/Υστεροκλασικού νεκροταφείου, στα νότια του Λόφου του Φιλοπάππου κοντά στον Ιλισό: «Οι ανασκαφές συνεχίζονται, ο περασμένος μήνας ήταν πολύ τυχερός, σε ένα μέρος πιο πέρα από τον Λόφο του Μουσείου, κοντά στον Ιλισό, βρήκα 6 μαρμάρινες ληκύθους με πολλά αγγεία και δακρυδόχους από αλάβαστρο, αρκετά καλά διατηρημένες. Μια ανασκαφή στον Πειραιά δε μου έχει δώσει έως σήμερα τίποτα ιδιαίτερο». Ο Ντόντγουελ (Dodwell), ο οποίος βρίσκεται στην Αθήνα εκείνη την περίοδο, επιβεβαιώνει ανασκαφές στα νότια του Μουσείου (Dodwell 1819, 396-399). Μαζί με τον Γουίλλιαμ Τζηλ, πραγματοποίησαν πολλά σχέδια που ταυτίζονται με τη συγκεκριμένη περιοχή. Σε ένα από αυτά τα σχέδια (εικ. 13) αναγνωρίζεται η συμβατικά καλούμενη «Σπηλιά Δοντά» (εικ. 14), το αρχαίο Ταφικό Σπήλαιο στην περιοχή της Κοίλης, κατά μήκος της πορείας του Ιλισού. Τοπογραφικά, σε αυτό το σημείο καθώς και ανατολικότερα θα πρέπει να αναζητηθεί ο χώρος των ανασκαφών αυτής της περιόδου του Λουζιέρι, όπου αναπτύχθηκαν τα νεκροταφεία της Φαληρικής οδού.

Ο Λουζιέρι κατέγραψε ως ευρήματα μαρμάρινες 6 ληκύθους, ενώ συνολικά οι λήκυθοι που περιλαμβάνει σήμερα η Συλλογή Έλγιν είναι 8. Με βάση τις αποτυπώσεις που πραγματοποίησε ο Ντόντγουελ, ταυτίζονται με την περιοχή αυτοί οι μαρμάρινες λήκυθοι με αρ. ΒΜ1816,Ο610.182, ΒΜ1816,0610.195 και ΒΜ1816,0610.230. Η λήκυθος της συλλογής Έλγιν, με αριθμό ΒΜ1816,0610.192, για την οποία ο Ντόντγουελ αναφέρει ότι βρέθηκε στην περιοχή της σημερινής Βιβλιοθήκης Αδριανού, ίσως μεταφέρθηκε από το γειτονικό Νεκροταφείο του Κεραμεικού. Η προσωπική συλλογή Έλγιν, που στεγάζεται στο Broomhall House, περιλαμβάνει τμήματα από τουλάχιστον 16 επιτύμβιες ταφικές στήλες, χρονολογούμενες στον 4ο αι. π.Χ. καθώς και στους Ρωμαϊκούς χρόνους.

Εικ. 13. Έντουαρντ Ντόντγουελ, Τάφοι στον Ιλισσό, The Packard Humanities Institute Dodwell Collection
Εικ. 14. Η Σπηλιά Δοντά

Πιθανόν ο Λουζιέρι ανέσκαψε μέρος του Νεκροταφείου του Κεραμεικού (Williams 2002, 151), από το οποίο προέρχονται κάποιες από αυτές τις ταφικές στήλες. Την περίοδο που ανασκάπτει στα νότια του Λόφου των Μουσών, στο ίδιο γράμμα της 30ής Αυγούστου 1805, ο Λουζιέρι καταγράφει: «Έχω επίσης μια μεγάλη ποσότητα ταφικών αγγείων διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, τα οποία πρέπει να καθαρίσουμε, όλα έχουν διάκοσμο απέξω». Υπάρχει το ενδεχόμενο ο Λουζιέρι να αναφέρεται σε ταφικά αγγεία Γεωμετρικών χρόνων. Πιθανότατα την την ίδια περίοδο ανασκάπτει στην περιοχή της Πύλης του Διπύλου, διότι πολλά από τα γεωμετρικά αγγεία της Συλλογής Έλγιν ταυτίζονται με τον χώρο αυτόν, όπως π.χ. ο Ταφικός αμφορέας που αποδίδεται στο εργαστήριο του ζωγράφου του Διπύλου. (εικ. 15).

Εικ. 15. Ο ταφικός αμφορέας ΒΜ 2004, 0927.1. Φωτ. Τ. Πούλου

Η συστηματική ανασκαφή του Κεραμεικού άργησε να ξεκινήσει, αφενός γιατί οι επιχώσεις είχαν πολύ μεγάλο βάθος και αφετέρου γιατί την εποχή εκείνη υπήρχε η πεποίθηση πως ο Κεραμεικός βρισκόταν στα νότια της πόλης, στην περιοχή της σημερινής συνοικίας Μακρυγιάννη (εικ.16).

Εικ. 16. Ο χάρτης του Τζ.Λ.Σ. Φωβέλ με την αντίστοιχη επισήμανση CERAMICUS στα νότια της πόλεως των Αθηνών, Σμίθ 1916, 178

Στα αρχεία Έλγιν δεν εντοπίστηκε αναφορά για ανασκαφές στα νότια της Ακρόπολης. Όμως ο περιηγητής (J. C. Hobhouse) Τζων Καμ Χόμπχαουζ (Hobhouse 1817, 264) κατέγραψε ότι: «Περνώντας κάτω από τον Λόφο του Μουσείου, με κατεύθυνση την Ακρόπολη και κρατώντας λίγο τη δεξιά, βρισκόμαστε σε μια επίπεδη περιοχή, η οποία εκτείνεται κατά μήκος των νοτίων  βράχων της Ακρόπολης. Ήταν αυτή η περιοχή της αρχαίας Αθήνας που ονομαζόταν «Ο Κεραμεικός μέσα στην πόλη» (…) σε αυτόν τον τόπο μάς έδειξαν πολλά ίχνη από τελευταίες ανασκαφές, κυρίως από τον Λόρδο Έλγιν». Ο Τζων Κ. Χόμπχαουζ επισκέφτηκε την Αθήνα το 1809 συνοδεύοντας τον Λόρδο Βύρωνα και ο Λουζιέρι ήταν ο ξεναγός τους στην πόλη. Η περιγραφή που κάνει σε αυτό το εδάφιο ταιριάζει στο πλάτωμα ανάμεσα στον λόφο Φιλοπάππου-στον λόφο Ακροπόλεως και στο Ολυμπιείο. Αν ο Λουζιέρι ανέσκαψε όντως την περιοχή αυτή, τότε κάποια από τα 116 Γεωμετρικά αγγεία του Βρετανικού Μουσείου της Συλλογής Έλγιν προέρχεται από τα  νότια της Ακρόπολης.

Τον Οκτώβριο του 1805 ο Βοεβόδας της Αθήνας, Μεχμέτ (Mohamed Effendi) ανακάλεσε όλες τις άδειες των ανασκαφών, στις οποίες ο Λουζιέρι απασχολούσε περίπου 10 με 12 εργάτες σε ημερήσια βάση. Παρόλη την απαγόρευση, οι εργασίες του δε διακόπηκαν πλήρως. Πιθανόν ανέσκαψε παράνομα έως τις 13 Ιουλίου 1806 (a/b), όταν δωροδοκώντας τον βοεβόδα με ένα τηλεσκόπιο, εξασφάλισε την άδεια να σκάβει επισήμως. Κατά το 1806 και 1807, πραγματοποίησε ανασκαφές σε τρία οικόπεδα έως τον Σεπτέμβριο του 1807 και την εσπευσμένη φυγή του για την Μάλτα.

Ο Λουζιέρι ανέσκαπτε στην Αθήνα έως την τελευταία στιγμή πριν την αναχώρησή του. Το προσωπικό που απασχολούσε εκείνη την τελευταία περίοδο είναι περίπου 40 άνδρες την εβδομάδα. Οι άνδρες εργάζονταν κυρίως στον εγκιβωτισμό των αρχαιοτήτων στην αποθήκη, που ονομάζουν «Magazino», στον Πειραιά. Με το ξέσπασμα του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου, προκειμένου να σώσει τη ζωή του, ο Λουζιέρι αναχωρεί αιφνιδίως για τη Μάλτα. Το σπίτι του σφραγίστηκε και οι αρχαιότητες που υπήρχαν σε αυτό δημεύτηκαν από τον Βοεβόδα. Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε ο πρώτος κύκλος ανασκαφών του Λουζιέρι στην Αθήνα.

Η ανασκαφική δραστηριότητα του Λουζιέρι κατά τη δεύτερη περίοδο (1809-1813)

Ύστερα από μεγάλες ταλαιπωρίες στη Μάλτα, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα δύο χρόνια αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1809. Ο Λόρδος Βύρωνας (Byron) κατέγραψε ότι είχε δημιουργήσει οικογένεια, γιατί παντρεύτηκε την κόρη της χήρας του Γάλλου εμπόρου Ζιρώ (Giraud). Κατά την παραμονή του στη Μάλτα γνώριζε ότι το σπίτι του είχε διαρρηχθεί και ότι οι αρχαιότητες είχαν κλαπεί. Ο ανταγωνιστής του Λουζιέρι, ο Γάλλος Λουί Φρανσουά Σεμπαστιάν Φωβέλ (L. F. S. Fauvel), μέσω της επιστολής που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Bibliotheque Nationale) στο Παρίσι (B.N.F., Manuscrits, ms. fr. 22871, f. 162 v0 (brouillon d’ une lettre de Fauvel au Ministre de l’ interieur ecrite d’ Athenes en 1811), πληροφόρησε τον Υπουργό των Εσωτερικών ότι 120 αγγεία εστάλησαν ως δώρο στον Βοναπάρτη και πήγαν στον αδερφό στη Ρώμη. Δεν είχαν όμως μεγάλο ενδιαφέρον. Τα περισσότερα ήταν μικρά και είχαν μόνο φύλλα κισσού για στολίδι. Κάποια άλλα έφεραν αναπαραστάσεις τέρματος αρματοδρομίας, έμβλημα της ζωής που έχει παρέλθει. Ο Φωβέλ ενημέρωσε τον Υπουργό γράφοντας: «Δε θεωρώ, Κύριέ μου, αυτήν την απώλεια σημαντική».

Η οικία Λουζιέρι

Ο Λουζιέρι μετά την κλοπή, στην προσπάθειά του να αποζημιωθεί έγραψε στον Λόρδο Έλγιν ένα μακροσκελές γράμμα 8 σελίδων (ΕΡ, 10 Δεκεμβρίου 1813, folio 377-384), περιγράφοντάς του ένα-ένα τα δωμάτια του σπιτιού του και τις αρχαιότητες που είχε κρύψει μέσα σε αυτά. Για την οικία που κατοικούσε ο Λουζιέρι, έχουμε πληροφορίες από τους περιηγητές της εποχής. Τα πρώτα χρόνια του στην Αθήνα και την περίοδο της αποκοπής των Μαρμάρων διέμενε, όπως πολλοί ξένοι, στη Μονή των Καπουτσίνων, πληρώνοντας 100 πιάστρα τον χρόνο (a/b, 24 Μαίου 1802). Το 1803, νοίκιασε ένα παλιό σπίτι τριών δωματίων με χαγιάτι, κοντά στην Ακρόπολη. Το σπίτι είχε πολύ μεγάλο κήπο που μπορούσαν να κάνουν περίπατο μέσα σε αυτόν. Μέσα στον κήπο, έχτισε ένα καινούργιο σπίτι, ισόγειο, τεσσάρων δωματίων. Αρκετοί περιηγητές το είχαν επισκεφτεί, περιγράφοντάς το σε θαυμάσια τοποθεσία. Ο Γουίλλιαμ Ληκ (William Leake) κατέγραψε (Leake 1821, 133) ότι: «Ο Λουζιέρι, πριν μερικά χρόνια, έχτισε ένα σπίτι κάτω από το απόκρημνο σημείο του λόφου (της Ακρόπολης), αλλά πάνω από την πόλη, εκεί που κάποτε υπήρξε το αρχαίο Πρυτανείο». Το 1820, έναν χρόνο πριν τον θάνατο του Λουζιέρι, συντάχτηκε ένας χάρτης ο οποίος σήμερα αποδίδεται στον Πιττάκη. Ο Πιττάκης, υπήρξε ο πρώτος επίσημος Αρχαιολόγος του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Πάνω σ’ αυτόν τον χάρτη σημείωσε όλα τα σημαντικά μνημεία της εποχής εκείνης. Ο αρχικός υπομνηματισμός έχει χαθεί, διασώθηκε όμως ο υπομνηματισμός του αρχαιολόγου Ευστρατιάδη (Μαλούχου-Νταϊλιάνα 1998, 238-239). Σε αυτόν τον υπομνηματισμό ο Ευστρατιάδης σημείωσε τη θέση του σπιτιού του Damtita, εννοώντας Don Tita, το παρατσούκλι του Λουζιέρι. Το σπίτι δηλώνεται στην ανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης, ανάμεσα στις εκκλησίες του Αγίου Συμεών και του Αγίου Γεωργίου του Βράχου, εκκλησίες που σώζονται μέχρι σήμερα (εικ. 17). Η οικία του Λουζιέρι βρισκόταν στην περιοχή της οδού Στράτωνος, που παραμένει αδιατάρακτη από τα οθωμανικά χρόνια έως σήμερα. Δυστυχώς, μόνον η θέση του σπιτιού μπορεί να προσδιοριστεί και όχι το ίδιο το σπίτι, γιατί 20 περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του Λουζιέρι, στο ίδιο σημείο, εγκαταστάθηκαν οι μάστορες της Ανάφης που ήρθαν με σκοπό να χτίσουν το παλάτι του Όθωνα. Ο Λουζιέρι κατοικούσε εκεί που σήμερα βρίσκονται τα Αναφιώτικα.

Εικ. 17. Απόσπασμα από το Plan d’Athenes 1820, Ευγενική παραχώρηση συλλέκτη κου Στάθη Φινόπουλου

Από τα αρχεία Έλγιν δεν προκύπτει ότι το υπόλοιπο του έτους 1809 πραγματοποίησε ανασκαφές. Την περίοδο εκείνη απασχολούσε έως και 36 εργάτες την εβδομάδα, οι οποίοι πιθανόν εγκιβώτιζαν τις αποσπασμένες αρχαιότητες στο «Magazino» του Πειραιά. Οι ανασκαφές ξανάρχισαν την 1η Απριλίου 1810. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1810-1813) ανέσκαψε μόνο σε χωράφια της πόλεως των Αθηνών. Στις 7 Οκτωβρίου 1810 (a/b), σύναψε ειδική συμφωνία με τον ιδιοκτήτη ενός αγρού, ο οποίος αποζημιωνόταν με 60 παράδες την ημέρα, δηλαδή με 36 πιάστρα τον μήνα, ποσό τεράστιο για την εποχή. Ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου πληρωνόταν μία φορά την εβδομάδα και η ανασκαφή κράτησε 3 ολόκληρους μήνες. Στις 21 Οκτωβρίου 1810 (a/b), πλήρωσε μεροκάματα σε 104 άνδρες (!), οι οποίοι εργάζονταν όχι όμως σε μία αλλά σε πολλές ανασκαφές. Οι εργασίες του Λουζιέρι πρέπει να είχαν μεγάλο αντίκτυπο στο εργατικό δυναμικό της πόλης των Αθηνών. Τα οικονομικά του προβλήματα είναι πλέον τεράστια. Ο ίδιος ο Έλγιν, λόγω του διαζυγίου του (και όχι μόνο), είχε πάρα πολλά χρέη και δεν έστελνε τακτικά τα χρήματα που του όφειλε. Ο Λουζιέρι, προκειμένου να μην κάνει «κακή εντύπωση»αναστέλλοντας τις ανασκαφές, συνέχισε κανονικά τις εργασίες μέχρις ότου μπορέσει να δανειστεί χρήματα (ΕΡ7, 14 Νοεμβρίου 1810, folio 325).

Εικ. 18. Η σαρκοφάγος του Έλγιν, Χίτσενς 1987, 53. Η σαρκοφάγος φέρει πάνω της την επιγραφή ΑΙΛΙΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΙΔΗΣ ΑΙΛΙΟΥ ΖΗΝΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΙΗΓΗΤΟΥ ΥΙΟΣ

Το 1811 και το 1812 οι ανασκαφές στα οικόπεδα καθώς και ο εγκιβωτισμός των αρχαιοτήτων στον Πειραιά συνεχίστηκαν κανονικά. Στις 6 Μαρτίου 1811 (ΕΡ7, folio 333) ανακαλύπτει μία σαρκοφάγο (εικ. 18), Ρωμαϊκών χρόνων, με πολύ όμορφη ανάγλυφη διακόσμηση, η οποία ήταν άριστα διατηρημένη. Η σαρκοφάγος αυτή σήμερα βρίσκεται στο κεντρικό σαλόνι του Μπρούμχωλ (Broomhall) και είναι αδημοσίευτη, όμως πρόλαβε να απεικονισθεί στην Αγγλία πριν μεταφερθεί στο Μπρούμχωλ (Broomhall).

Η συνήθης τακτική των ανασκαφών του ήταν να αποζημιώνεται ο ιδιοκτήτης του αγρού που σκαβόταν. Μετά το τέλος της ανασκαφής επανέφεραν το χωράφι στην πρότερή του κατάσταση (a/b, 21 Φεβρουαρίου 1807). Η αποζημίωση του ιδιοκτήτη δινόταν μία φορά και ήταν συνήθως κατ’ αποκοπήν. Υπήρξαν όμως και εξαιρέσεις, όπως η συμφωνία για τον τεράστιο αγρό της Αθήνας, ο οποίος ανασκάφηκε για 3 ολόκληρους μήνες και ο ιδιοκτήτης του αποζημιωνόταν με 60 παράδες την ημέρα. Οι αποζημιώσεις διαφοροποιούνταν ανάλογα με την εθνικότητα του οικοπεδούχου: Έλληνες και Αλβανοί ιδιοκτήτες αποζημιώνονται με 20 έως 30 πιάστρα. Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες λαμβάνουν πολύ λιγότερα χρήματα, ο εγγονός όμως του Κοτζαμπάση παίρνει για το οικόπεδό του 250 πιάστρα (a/b, 10 Μαΐου 1812).

Σε σχέση με τις ανασκαφές των χωραφιών, ο Λουζιέρι στο λογιστικό του βιβλίο κατέγραψε με λεπτομέρεια κάθε λογής έξοδο που έκανε, δυστυχώς όμως δεν κατέγραψε τις θέσεις στις οποίες πραγματοποίησε ανασκαφές. Από τα αρχεία του δεν προκύπτει ούτε ο ακριβής αριθμός των αγρών που ανέσκαψε, ούτε η ακριβής τους θέση μπορεί να προσδιοριστεί. Από τη δεύτερη περίοδο εργασιών, ανάμεσα στα έτη 1810 και 1813, μπορούν να αναγνωριστούν ανασκαφές σε τουλάχιστον 10 διαφορετικούς αγρούς της πόλεως των Αθηνών. Τελικά ο Έντουαρντ Χάιγες (Edward Hayes) από τη Μάλτα διέκοψε κάθε επιχορήγηση και ο Λουζιέρι αναγκάστηκε να σταματήσει τις ανασκαφές, τον Σεπτέμβριο του 1813. Με αυτόν τον τρόπο κλείνει οριστικά η ανασκαφική δραστηριότητα του Λουζιέρι στην Αθήνα.

Εικ. 19. Ι. Τραυλός, Οθωμανική Αθήνα: Οι περιοχές των ανασκαφών του Λουζιέρι

Ανακεφαλαιώνοντας, ο Λουζιέρι σε 13 μόλις χρόνια, ανάμεσα στα έτη 1800 και 1813, πραγματοποίησε ανασκαφές στην Ακρόπολη, στο Ηρώδειο, στο Διονυσιακό Θέατρο, στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Στάδιο, στη Στοά του Αττάλου, στον Κεραμεικό, στην Πνύκα, στα νότια του Λόφου Φιλοπάππου και νοτίως της Ακροπόλεως (εικ. 19). Από το λογιστικό βιβλίο (account book) του προκύπτει ότι ανέσκαψε πολλά χωράφια, έξω από τη δομημένη περιοχή της Αθήνας, των οποίων η θέση δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Από τις ταυτίσεις των αρχαιοτήτων που απαρτίζουν τη Συλλογή Έλγιν προκύπτουν εργασίες πιθανόν στο Ωρολόγιον του Κυρρήστου, στο Σπήλαιο του Απόλλωνα Υποακραίου και στον Ναό του Ηφαίστου στο Θησείο. Με το πρίσμα της σημερινής οπτικής, οι πράξεις ανθρώπων σαν τον Λουζιέρι κρίνονται ως τυχοδιωκτικές και καταστροφικές, όμως εντάσσονται στο πνεύμα μια ολόκληρης εποχής που έχει ως κοινό τόπο τη δίψα για της αρχαιότητες και τη δημιουργία των μεγάλων συλλογών και Μουσείων της Ευρώπης. Το Βρετανικό Μουσείο ξεκινά τη δραστηριότητά του μετά το 1753 και το Μουσείο του Λούβρου ανοίγει τις πόρτες του το 1793, 8 χρόνια πριν έρθει ο Λουζιέρι στην Ελλάδα δηλαδή.

 

Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα

Μετά το 1813 και τη λήξη των ανασκαφών, τα τελευταία χρόνια της ζωής του έως τον θάνατό του, την 1η Μαρτίου 1821, ήταν απελπιστικά. Η οικονομική του κατάσταση περιγράφεται από τον ίδιο ως δραματική. Δανείζεται με υπέρογκο τόκο για να μπορέσει να ζήσει. Κατάφερε όμως με τα πλοία Tagus και Satellite Brig να στείλει στην Αγγλία τα τελευταία μάρμαρα και όλες τις αρχαιότητες που είχε βρει στις ανασκαφές. Ας σημειώσουμε πως η φορτωτική του Tagus περιείχε 610 αγγεία, τα οποία εστάλησαν στην Αγγλία.

Στα 42 γράμματα, που έχουν σωθεί από εκείνη την περίοδο, επαναλαμβάνει στον Λόρδο Έλγιν τα ίδια παράπονα, χωρίς απάντηση. Λειτουργεί σαν ξεναγός στους περιηγητές που έρχονται στην Αθήνα, κυρίως μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Παράγει ολοένα και λιγότερα ζωγραφικά έργα, λόγω ηλικίας αλλά και κρίσεων ρευματισμών. Στα γράμματά του ελπίζει να ξεκινήσει ανασκαφές στην Ολυμπία, όμως όλες οι επιχορηγήσεις έχουν διακοπεί. Για να μπορέσει να ζήσει δανείζεται με υπέρογκο τόκο 20%. Περιγράφει νέες τοποθεσίες που θα ήθελε να ζωγραφίσει. Ο Λόρδος Έλγιν κατά το διάστημα αυτό δεν απαντά στα γράμματά του, έτσι ώστε ο Λουζιέρι να θεωρεί πως όλα τα γράμματά του έχουν χαθεί. Μένει κατάπληκτος, όταν το 1819 ο Έλγιν προσπαθεί να λύσει το συμβόλαιο αποκλειστικότητας που έχουν συνάψει 20 χρόνια πριν, ενώ στην πραγματικότητα έχει σταματήσει να παράγει κάτι απτό για το αφεντικό του. Ως το τέλος της ζωής του παραμένει πιστός του ακόλουθος, οργανώνοντας τη συλλογή και τις ανασκαφές και χάνει το δικαίωμα να διεκδικήσει μια μικρή σύνταξη στην κοιλάδα της Demona, στον Νότο της Σικελίας.

Το τελευταίο γράμμα του Λουζιέρι γράφτηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1821, 10 μέρες πριν τον θάνατό του, σε ηλικία 67 ετών, την 1η Μαρτίου 1821, όπου και πάλι ζητούσε από τον Λόρδο Έλγιν τον μισθό του. Ο Ρίτσαρντ Μόνκρον Μίλνες (Richard Monckron Milnes) περιγράφει γλαφυρά τον θάνατό του (Milnes 1834, 129-130): «Ο Σινιόρ Λουζιέρι, ενεργός πράκτορας αυτής της δουλειάς, πέθανε από σπάσιμο ενός αιμοφόρου αγγείου. Το συναίσθημα του λαού ξεσηκώθηκε τόσο πολύ εναντίον του, ώστε θεώρησαν αναγκαίο να αποκλείσουν το σπίτι του, τη νύχτα ιδιαίτερα, γιατί ο ίδιος έζησε αρκετά μόνος του. Την ημέρα του θανάτου του, η γειτονιά εξεπλάγη που δεν εμφανίστηκε, παραβίασε την πόρτα και τον βρήκαν κάτω στο πάτωμα με αίματα γύρω του και μια τεράστια μαύρη γάτα να κάθεται στο στήθος του. Οι άνθρωποι μέχρι σήμερα πιστεύουν ότι ήταν το εκδικητικό πνεύμα, ο τιμωρός των εγκλημάτων του ή αλλιώς η μορφή που είχε περιβληθεί από τη δική του μαύρη ψυχή. Σύμφωνα με αυτήν την τελευταία εκδοχή, το ζώο σκοτώθηκε ακαριαία». Ο Λουζιέρι θάφτηκε στο νεκροταφείο της Μονής των Καπουτσίνων, η Μονή καταστράφηκε κατά την Επανάσταση και, όταν το 1867 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές γύρω από το μνημείο του Λυσικράτη από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, ο τάφος του διαταράχθηκε. Σήμερα στον κήπο της Αγγλικανικής Εκκλησίας σώζεται η μαρμάρινη πλάκα που τον κάλυπτε, η οποία μεταφέρθηκε εκεί από τους Άγγλους κατοίκους των Αθηνών (εικ. 20).

Εικ. 20. Η ταφική πλάκα του Λουζιέρι στον κήπο της Αγγλικανικής Εκκλησίας

Κατά την εκτίμησή μου, είναι προφανές πως ο άνθρωπος που αρχικά εμπνεύστηκε την αποτύπωση των μνημείων της Κλασικής Αθήνας και μέσω αυτής την επιρροή στην αισθητική και τις Καλές Τέχνες της Αγγλίας, ήταν ο Λόρδος Έλγιν. Η ιδέα αυτή τελικά κατέληξε στη διαρπαγή αρχαιοτήτων και τη δημιουργία  μιας τεράστιας προσωπικής συλλογής, για την οποία καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισαν ο Χαντ και ο Λουζιέρι.

 

Αρχειακό υλικό-Elgin Papers (EP)

EP1) Vol. I, Lord Elgin to Lusieri 1799-1819.

EP2) Vol. II, Lord Elgin to Hamilton 1812-1836.

EP3) Vol. III, Hamilton to Lord Elgin 1799-1833.

EP4) Vol. IV, Letters from Artists and Connoisseurs.

EP5) Vol.n.n. Philip and the Artists.

EP6) Vol.n.n. Letters of S. Logotheti 1799-1811.

EP7) Vol.n.n. Letters of G.B. Lusieri 1799-1821

Account Book (a/b) Aprile 1801- Iuglio 1819

 

Επιλεκτική βιβλιογραφία

Bartholdy J.L.S., Voyage en Grece fait dans les annees 1803 et 1804, Paris, 1807.

Gallo L., Lord Elgin and Ancient Greek Architecture: The Elgin Drawing at the British Museum, Cambridge University Press, 2009

Dodwell E., A Classical Topographical Tour through Greece dyring the years 1801, 1805 and 1806, London, 1819.

Hobhouse J.C., A Journey through Albania, and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople dyring the years 1809 and 1810, vol. I, Philadelphia, 1817.

Μαλούχου-Νταϊλιάνα Γ., Αρχείον των Μνημείων των Αθηνών και της Αττικής 3, Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 177, Αθήνα, 1998.

Leake W.M., The Topography of Athens, with some remarks on its antiquities, London, 1821.

Poirier A., Note critique d’ Avramiotti sur Le voyage en Grece de Chateaubriand, Presses universitaires de France, 1929.

Πούλου Τ., «Οι Γεωμετρικοί τάφοι του λόφου Μουσών (Φιλοπάππου)», στον Σ. Οικονόμου και Μ. Δόγκα-Τόλη (επιμ.), Αρχαιολογικές Συμβολές, Α’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Β: Αττική, Αθήνα, 2013, 231-146.

Smith A.H., «Lord Elgin and his Collection», Journal of Hellenic Studies 36 (1916, 163-372.)

 

Ευχαριστίες

Η μελέτη αυτή δε θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την υποτροφία της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στη Διευθύντρια της Σχολής, κυρία Cathy Morgan (Κάθυ Μόργκαν) για τη μεσολάβησή της στον σημερινό 11ο Λόρδο Έλγιν για την πρόσβασή μου στο ιδιωτικό του αρχείο. Εκφράζω από καρδιάς τις θερμότατες ευχαριστίες μου στον 11ο Λόρδο Έλγιν και την οικογένειά του για την ευγένεια και την εμπιστοσύνη που επέδειξαν στο πρόσωπό μου. Ευχαριστίες εκφράζονται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο και τον Ian Jenkins (Ίαν Τζένκις), στον Dyfri Williams, (Ντιούφρι Γουίλλιαμς), στην Πέπη Λαζαρίδου, στους καθηγητές Πάνο Βαλαβάνη, Νότα Κούρου, Όλγα Παλαγγιά και Μανώλη Κορρέ, στον Άγγελο Ματθαίου, στη Γεωργία Μαλούχου, στη Βούλα Μπαρδάνη, στην Ιωάννα Παπαλόη, στον Νίκο Τσονιώνη, στον Raphael Jacob, στην Alessia Zambon, στον Δημήτρη Σούρλα, στην Ίλια Νταϊφά, στη Μαρία Ντούρου και στον συλλέκτη, κύριο Στάθη Φινόπουλο. Όλοι, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, βοήθησαν στην πραγματοποίηση αυτής της αναπάντεχης μελέτης.

 

Ηλ.Ταχ.: [email protected]

Νιόβη Καραπέτση

Αρχαιολόγος

 

Σωσάννα Πλευριά

Αρχαιολόγος