Σύνταξη άρθρου: Σωσάννα Πλευριά
Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνο Ουρανός


Η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» ή πιο απλά Αρχαιολογική Εταιρεία, είναι η επιστημονική εταιρεία στο κέντρο της Αθήνας, η οποία δημιουργήθηκε με σκοπό την ανεύρεση, τη διάσωση και τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων του ελλαδικού χώρου και την εν συνεχεία μελέτη τους.

Πριν από την ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας

Κατά τον 19ο αιώνα η σύνδεση του νέου ελληνικού κράτους με την κλασική αρχαιότητα υπήρξε άμεση ανάγκη, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα αποδεικνυόταν η συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στον χρόνο μέσω της κοινής γλώσσας, του πολιτισμού, του τόπου κ.ο.κ. . Ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια είχαν γίνει προσπάθειες διάσωσης των αρχαιοτήτων κυρίως από λόγιους ή σωματεία. Με την ίδρυση του νεοσύστατου κράτους, ο Ιωάννης Καποδίστριας, στο σύντομο διάστημα της διακυβέρνησής του, ίδρυσε το 1829 μια στοιχειώδη αρχαιολογική υπηρεσία με προϊστάμενο και μοναδικό υπάλληλο τον Κερκυραίο Ανδρέα Μουστοξύδη. Η δολοφονία του Καποδίστρια όμως αναστέλλει κάθε πρόοδο και δυσχεραίνει τη συνέχιση των προσπαθειών ανεύρεσης και διαφύλαξης των διάσπαρτων σε όλη την Επικράτεια αρχαιοτήτων.

Η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας

Το έτος 1836, η Αθήνα ούσα και επίσημα πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, βρίσκεται υπό ρυθμούς ταχείας ανάπτυξης. Ο πληθυσμός της αυξάνεται, ανοίγονται δρόμοι και αρχίζουν να κτίζονται όλο και περισσότερα σπίτια, των οποίων οικοδομικά υλικά αποτέλεσαν πολλές φορές τα αρχαία ερείπια. Ο Κυριάκος Πιττάκης, πρωτοπόρος αρχαιολόγος της εποχής, έκανε μεγάλη προσπάθεια να διασώσει έστω τα κινητά αρχαία που ξεπρόβαλλαν από τις εκσκαφές των νέων κατοίκων της πόλης, οι οποίες εκτείνονταν προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Τον Δεκέμβριο του 1836 φθάνει στην Αθήνα ένας Έλληνας από τη Βιέννη, ο βαρώνος Κωνσταντίνος Βέλλιος ή Μπέλλιος. Ο Μπέλλιος, όντας αρκετά πλούσιος και μορφωμένος, έρχεται σε επαφή με τον Πιττάκη. Περιηγείται στην πόλη και αμέσως αντιλαμβάνεται την άμεση ανάγκη για ανασκαφή και προστασία των αρχαιοτήτων. Αποφασίζουν λοιπόν, έπειτα από συζητήσεις με τον Πιττάκη, πως επιβάλλεται να ιδρυθεί μια εταιρεία «περί ανασκαφής και ανακαλύψεως αρχαιοτήτων». Ο Μπέλλιος ανακοινώνει την ιδέα του στον τότε υπουργό Παιδείας Iακωβάκη Pίζο Nερουλό και τον τμηματάρχη του Yπουργείου Παιδείας Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, οι οποίοι συμφωνούν και την ασπάζονται. O Pαγκαβής άμεσα συντάσσει το ιδρυτικό έγγραφο της Eταιρείας, η οποία ιδρύεται το έτος 1837 και ονομάζεται «Aρχαιολογική Eταιρεία». H πρώτη συνέλευση των εταίρων έγινε στην Aκρόπολη, στις 28 Aπριλίου 1837. Ο Mπέλλιος είχε φύγει από την Eλλάδα και από τα 66 ιδρυτικά μέλη παραβρέθηκαν στη συνέλευση μόνον τα 24, τα οποία και ανέδειξαν το πρώτο διοικητικό συμβούλιο. Πρώτος πρόεδρός της ανέλαβε ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ενώ πρώτος γενικός γραμματέας ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ταμίας ο Aνδρέας Kομπατής και μέλος της Eφορείας ο Kυριάκος Πιττάκης. Ιδρυτικά της μέλη υπήρξαν πολύ σημαντικές και ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Γεώργιος Γεννάδιος.

  Η μπρούτζινη θύρα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και εκατέρωθεν οι ευεργέτες και πληροφορίες για την Εταιρεία

Σκοπός Διοίκηση Δραστηριότητες

Ο πρώτος Οργανισμός της Εταιρείας, εκτιμώντας την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αρχαιότητες εκείνη την εποχή, κρίνει πως κύριο έργο της Εταιρείας πρέπει να είναι η επιτάχυνση των ανασκαφών, των αναστηλώσεων και συμπληρώσεων των αρχαίων μνημείων με σκοπό να εμπλουτιστεί η επιστήμη. Η Eταιρεία, παράλληλα, βοηθά οικονομικά και το κράτος, που από μόνο του δε διαθέτει τους απαραίτητους πόρους. O πρώτος σκοπός της λοιπόν, όπως και άλλων κοινωφελών σωματείων του 19ου αι., είναι η ενίσχυση της ανεπαρκούς κρατικής προσπάθειας. Διοικείται από ενδεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται κάθε τρία χρόνια από τη Γενική Συνέλευση. Πρόεδροι, Αντιπρόεδροι και Γενικοί Γραμματείς της Εταιρείας έχουν χρηματίσει διάφοροι Έλληνες αρχαιολόγοι και προσωπικότητες των γραμμάτων. Επίσης κάθε μέλος της Εταιρείας μπορούσε να εγγραφεί ελεύθερα και είχε ως μόνη υποχρέωση την καταβολή μιας ετήσιας εισφοράς, της οποίας το κατώτερο όριο ήταν 15 δραχμές, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή, αφού αποτελούσε τη μηνιαία απολαβή του πρώτου κλητήρα της Eταιρείας. H Eταιρεία δεχόταν προσφορές σε χρήματα και σε αρχαιολογικά βιβλία και ονομάζει ως αντεπιστέλλοντα μέλη ξένους διαπρεπείς επιστήμονες, οι οποίοι δεν πληρώνουν συνδρομή. Οι βασικοί πυλώνες, στους οποίους στηρίχθηκε η Εταιρεία, είναι η ανεύρεση, η συλλογή, η συντήρηση, η διαφύλαξη, η αναστήλωση, η επισκευή και η επιστημονική έρευνα όλων των αρχαιοτήτων της Ελλάδας, όλων των ιστορικών περιόδων. Όλες οι εργασίες, ανασκαφές ή αναστηλώσεις, γίνονταν με τη συνεργασία του εφόρου του Kεντρικού Mουσείου, τίτλος τον οποίο έφερε τότε ο προϊστάμενος της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας. Η Εταιρεία πρέσβευε πως τα αρχαία, που θα βρίσκονταν κατά τις έρευνες και τις εργασίες της, θα αποτελούν κτήμα του κράτους και θα καταγράφονται στους κρατικούς καταλόγους πως βρέθηκαν «εξόδοις της Eταιρείας». Κάθε χρόνο η Εταιρεία εκδίδει τα «Πρακτικά της Aρχαιολογικής Eταιρείας», όπου εκθέτονται οι αναλυτικές εκθέσεις από το έργο της στην Ελλάδα. Επίσης, εκδίδει την «Aρχαιολογική Eφημερίδα», η οποία αποτελεί το επιστημονικό όργανο της εταιρείας και στην οποία δημοσιεύονται διάφορες μελέτες και δημοσιεύσεις. Επίσης κάθε Μάιο εκδίδεται το «Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας» με σύντομες εκθέσεις των ανασκαφών της. Επιπρόσθετα εκδίδει το τριμηνιαίο περιοδικό «Ο Mέντωρ» με ειδήσεις και άρθρα για το έργο της και την αρχαιολογία στην Ελλάδα.

Η Βιβλιοθήκη και το Αρχείο

Εξ αρχής χαρίζονταν στην Εταιρεία αρκετά βιβλία σχετικά και μη με το επιστημονικό της αντικείμενο. Από τη γραμματεία του Στέφανου Κουμανούδη και κυρίως από τον διορισμό του γιού του, Αθανασίου Κουμανούδη, ως επιμελητή των Μουσείων, άρχισαν να αγοράζονται βιβλία με σκοπό τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης καθώς και για χρήση για τις εργασίες της υπηρεσίας των Μουσείων και των εφόρων. Οι έφοροι και οι καθηγητές-μέλη είχαν τη δυνατότητα να δανείζονται βιβλία και για επιστημονική χρήση. Το 1894 η βιβλιοθήκη απέκτησε νομική υπόσταση, υπήρξε η διάθεση για κοινή χρήση, όχι όμως για την εξαγωγή και τον δανεισμό των βιβλίων. Η βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας θεωρείται μία από τις καλύτερες αρχαιολογικές βιβλιοθήκες της Αθήνας, μαζί με τις βιβλιοθήκες των ξένων αρχαιολογικών σχολών. Το αρχείο πήρε συστηματική μορφή γύρω στο 1957 και διαθέτει χειρόγραφα, πρακτικά της Εφορείας και του Συμβουλίου, το Μητρώο των εταίρων, του καταλόγους των Μουσείων της Εταιρείας, αρχείο φωτογραφιών, ανασκαφικών ημερολογίων, βιβλία ταμείου κ.ά. .

  Η βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Εδώ μπορεί να βρει ο αναγνώστης όλες τις εκδόσεις της Εταιρείας

Το κτήριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας

Το σημερινό πενταώροφο μέγαρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου στο κέντρο της Αθήνας. Το κτήριο οικοδομήθηκε το 1958 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Αντωνιάδη, αντικαθιστώντας το παλαιότερο νεοκλασικό κτίριο της Εταιρείας, κτισμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, σε σχέδια του Ιωάννη Αξελού. Αρχικά, ο Ιωάννης Αντωνιάδης είχε επιλέξει για το νέο κτήριο μια κλασικίζουσα μεν αλλά λιτή μορφή. Στη διάρκεια όμως της κατασκευής του έργου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας επέβαλε να προστεθούν «αρχαιοπρεπή» στοιχεία, όπως παραστάδες με επίκρανα, γεισίποδες και άλλα πολλά.

Το αμφιθέατρο των διαλέξεων και των ημερίδων της Εταιρείας. Βρίσκεται στο ισόγειο του κτηρίου και αποπνέει μια αίσθηση παλαιάς Αθήνας

Το έργο και οι δράσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας σήμερα

Η Αρχαιολογική Εταιρεία συνεχίζει μέχρι και σήμερα να παραμένει ενεργή και να πραγματοποιεί ανασκαφές σε διάφορα σημεία του ελλαδικού χώρου. Συνεχίζει ακόμη τις δημοσιεύσεις καθώς πλέον λειτουργεί και ιδιαίτερο Γραφείο Δημοσιευμάτων με επαρκές επιστημονικό προσωπικό, ανάλογο προς τον αριθμό των εκδόσεων που γίνονται. Επίσης, στο μέγαρο της Εταιρείας, λαμβάνουν χώρα ποικίλες εκδηλώσεις αρχαιολογικού περιεχομένου, όπως αρχαιολογικά συνέδρια, σεμινάρια, διαλέξεις διακεκριμένων καθηγητών και εκθέσεις φωτογραφίας. Σε αυτές τις εκδηλώσεις συνήθως η πρόσβαση είναι ελεύθερη για το κοινό, που επιθυμεί να παρακολουθήσει.
Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας είναι ο Απόστολος Σ. Γεωργιάδης.

 Το μέγαρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας στη συμβολή των οδών Ομήρου και Πανεπιστημίου

Η σημασία της Αρχαιολογικής Εταιρείας

Η Εταιρεία από την εποχή της ίδρυσής της μέχρι και σήμερα έχει πραγματοποιήσει έναν μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών ανασκαφών, ερευνών και μελετών, σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Αν ο αναγνώστης μας μπει στον ιστότοπο της Αρχαιολογικής Εταιρείας και λειτουργήσει τον διαδραστικό της χάρτη, θα μπορέσει να εντοπίσει τις θέσεις αυτές. H επίσκεψη του Kωνσταντίνου Mπέλλιου στην Aθήνα και η γνωριμία του με τον Πιττάκη αποτέλεσαν το έναυσμα για τη σημαντική αυτή πνευματική πράξη, πράξη εξαιρετικής σημασίας για την προστασία και τη διαφύλαξη της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, σε μια ιστορική περίοδο μάλιστα, που δεν είχε εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση η αξία της προστασίας των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας. Η Εταιρεία συνεχίζει το έργο της ως τις μέρες μας.

 

Πηγές

Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία
Ιστορία της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Β.Χ.Πετράκος 2011
«Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» (ΠΑΕ)
«Αρχαιολογική Εφημερίς» (ΑΕ)
«Το Έργον της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» (Έργον)
«Ο Μέντωρ»

 

Ηλ. Ταχ.: [email protected]

Νιόβη Καραπέτση

Αρχαιολόγος

 

Σωσάννα Πλευριά

Αρχαιολόγος