Σύνταξη άρθρου: Νιόβη Καραπέτση

Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνος Ουρανός

Αρχαιολόγος ανασκάπτει τους καταβυθισμένους θεμιστόκλειους νεώσοικους στο Μικρολίμανο. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Bjørn Lovén για την ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας στο Αθηνοδρόμιο. Φωτο: Βασίλης Τσιαΐρης©Zea Harbour Project

Η λέξη νεώσοικος είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις ναῦς και οἶκος. Νεώσοικος λοιπόν σημαίνει «ο οίκος του πλοίου» κι αυτό ακριβώς ήταν στην αρχαιότητα. Ήταν κτίσματα μεγάλων διαστάσεων, δίπλα στη θάλασσα, όπου στάθμευαν, φυλάσσονταν και επισκευάζονταν τα πολεμικά πλοία στις περιόδους που δεν χρησιμοποιούνταν. Η εξέλιξη του αθηναϊκού στόλου σε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. δημιούργησε μεγάλες ανάγκες ελλιμενισμού και συντήρησης. Αυτό οδήγησε και στην οικοδόμηση του λιμένα του Πειραιά. Κατασκευάστηκαν ποικίλα και σύνθετα κτίσματα που σκοπό είχαν να παρέχουν την υποδομή για την κατασκευή, αποθήκευση, συντήρηση και προστασία, ανάμεσα σε άλλα, των πολεμικών πλοίων, των τριήρεων και αργότερα των τετρήρων και των πεντήρων (πολυήρων).

Οι πρώτες αναφορές για νεωσοίκους

Στην αρχαία ελληνική γραμματεία η ύπαρξη των νεωσοίκων επιβεβαιώνεται από τις αναφορές που βρίσκουμε σε συγγραφείς, όπως τον Αριστοφάνη, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο και τον Αριστοτέλη. Γράφει ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία «Ἐπιμελεῖται δὲ  καὶ τῶν πεποιημένων τριήρων καὶ τῶν νεωσοίκων, καὶ ποιεῖται καινὰς [δὲ] τριήρεις ἢ τετρήρεις, ὀποτέρας ἂν ὀ δῆμος χειροτονήση, καὶ σκεύη ταύταις καὶ νεωσοίκους・χειροτονεῖ δ᾽ἀρχιτέκτονας ὀ δῆμος ἐπί τὰς ναῦς.» (Έχει λοιπόν [η Βουλή] την επιμέλεια των ήδη υπαρχουσών τριήρεων, των εξαρτημάτων τους και των νεωσοίκων και κατασκευάζει καινούριες τριήρεις ή τετρήρεις, ό,τι από τα δύο ψηφίσει ο Δήμος, και τα εξαρτήματα τους και νεώσοικους για αυτές・ επιλέγει ο Δήμος και ναυπηγούς για την κατασκευή των πλοίων.)

Πού υπήρχαν νεώσοικοι στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στη Μεσόγειο 

Εκτός από τα τρία λιμάνια του Πειραιά, τη Ζέα, τη Μουνιχία και τον Κάνθαρο, νεώσοικοι έχουν βρεθεί σε αρκετά μέρη στη Μεσόγειο και στον Ελλαδικό χώρο, όπου υπήρχαν αρχαία λιμάνια και ναύσταθμοι. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, νεώσοικοι που κατασκευάστηκαν μεταξύ του 4ου και του 2ου αι. π.Χ. έχουν βρεθεί στο πολεμικό λιμάνι της Ρόδου, στο Μανδράκι. Μικρότεροι ναύσταθμοι όπου έχουν ανασκαφεί κατάλοιπα νεωσοίκων είναι οι αρχαίες Οινιάδες στην Ακαρνανία και το Σούνιο (δύο νεώσοικοι). Οι νεώσοικοι στις Οινιάδες χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ. και αυτοί στο Σούνιο στην Ελληνιστική εποχή (3ος π.Χ. αιώνας). Νεώσοικοι ή πιθανοί νεώσοικοι έχουν βρεθεί ακόμη στη Σητεία, στα Μάταλα και στο Ρέθυμνο στην Κρήτη, στις όχθες του Ποταμού Νέδα στην Αρκαδία, στην Κω, στη Θάσο, στο νησάκι Αλίμνια στα Δωδεκάνησα και στα Άβδηρα στη Θράκη. Στη Μεσόγειο νεώσοικοι και πιθανοί νεώσοικοι έχουν βρεθεί στην Απολλωνία στη Λιβύη, στο Ντόρ στο Ισραήλ, στη Νάξο της Σικελίας, στο Κίτιον στην Κύπρο, στη Λόρυμα στη Μικρά Ασία, στη Μασσαλία στη Γαλλία και στις Συρακούσες στη Σικελία.

Οι νεώσοικοι του Πειραιά

Αρχαιολογικά κατάλοιπα νεωσοίκων στα υπόγεια κτηρίου, Ακτή Μουτσοπούλου και οδός Σηραγγείου, λιμάνι της Ζέας (Πασαλιμάνι)

Όπως αναφέραμε, οι νεώσοικοι του Πειραιά κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν τον αθηναϊκό πολεμικό στόλο. Η χρονολόγησή τους στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. τους τοποθετεί ιστορικά την περίοδο των Περσικών Πολέμων, τότε που το 483/2 π.Χ. ο Θεμιστοκλής μπροστά στην απειλή του περσικού στόλου χρησιμοποίησε το ασήμι από τα μεταλλεία του Λαυρίου, για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός μεγάλου στόλου με τριήρεις καθιστώντας έτσι την Αθήνα μεγάλη ναυτική δύναμη. Την ίδια περίοδο, ο Θεμιστοκλής μετέφερε το λιμάνι της Αθήνας από το Φάληρο, που ήταν ως τότε, στον Πειραιά. Παράλληλα, ξεκίνησε την οικοδόμηση των οχυρωματικών τειχών, η κατασκευή των οποίων ολοκληρώθηκε τελικά από τον Περικλή το 460 π.Χ. μετά δηλαδή το τέλος των Περσικών Πολέμων.

Ο αρχαίος Πειραιάς. Διακρίνονται τα τρία αρχαία λιμάνια (η Μουνιχία, η Ζέα και ο Κάνθαρος) καθώς και το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα της πόλης. Εικόνα: Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων

 

Ο Κάνθαρος, το σημερινό κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, ήταν και πολεμικό αλλά αποτελούσε και το κυρίως εμπορικό λιμάνι της Αθήνας. Η Μουνιχία, το σημερινό Μικρολίμανο, και βασικά η Ζέα, η σημερινή Καστέλλα, ήταν τα κατ’ εξοχήν πολεμικά λιμάνια της πόλης όπου και κατασκευάστηκαν κτήρια για την υποστήριξη του στόλου. Εκεί οικοδομήθηκαν τα ναυπηγεία όπου κατασκευάζονταν οι τριήρεις και από τα οποία δεν έχουνε σωθεί κατάλοιπα, γιατί πιθανότατα ήταν πρόχειρες ξύλινες κατασκευές (ταρσανάδες). Κατασκευάστηκαν επίσης οι σκευοθήκες δηλαδή αποθήκες για τα «κρεμαστά σκεύη» όπως τα πανιά, τα σκοινιά, οι κάβοι και οι τέντες για την προστασία του πληρώματος  Τέλος κατασκευάστηκαν και οι νεώσοικοι, τα αρχαιότερα δημόσια κτήρια του Πειραιά (πλην των ναών), για την αποθήκευση και την προστασία των ίδιων των πλοίων, όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια.

Η Σκευοθήκη του Φίλωνος

Η Σκευοθήκη του Φίλωνος, αναπαράσταση σε κλίμακα, τομή του κτηρίου, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος

Όσον αφορά στις σκευοθήκες, το πιο γνωστό τέτοιο κτήριο είναι η Σκευοθήκη του Φίλωνος, η οποία χτίστηκε κατά πάσα πιθανότητα την εποχή του ρήτορα Λυκούργου (346-328 π.Χ.), αν και υπάρχουν υποθέσεις πως ίσως χτίστηκε επί Δημητρίου Φαληρέα (317-307 π.Χ.). Ήταν από τα πιο επιβλητικά και θαυμαστά δημόσια κτήρια του αρχαίου Πειραιά. Αν και σήμερα σώζεται μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα του κτηρίου αυτού, χάρη στη μαρμάρινη ενεπίγραφη στήλη που βρέθηκε το 1982 στο λιμάνι του Πειραιά, μπορούμε να έχουμε μια καλή εικόνα της σκευοθήκης στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για ένα μεγάλο κτήριο που χωριζόταν κατά μήκος σε τρία τμήματα με δύο σειρές κιόνων. Το μεσαίο τμήμα ήταν ένας διάδρομος και στα δύο ακριανά, που ήταν οι κυρίως αποθηκευτικοί χώροι, υπήρχαν ταξινομημένα τα αποθηκευμένα εξαρτήματα των τριήρεων. Στην κάθε πλευρά του κτηρίου υπήρχαν 36 παράθυρα για φως και εξαερισμό και στην είσοδο δύο μεγάλες χάλκινες θύρες.

Χάλκινο έμβολο τριήρους, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά
Οφθαλμός αρχαίας τριήρους, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά

Στις σκευοθήκες φυλάσσονταν όλα τα λεγόμενα «κρεμαστά σκεύη» δηλαδή τα πανιά, τα σχοινιά, οι κάβοι  και οι τέντες για την προστασία του πληρώματος από τον ήλιο κατά την πλεύση αλλά και από τα κύματα και τα εχθρικά βέλη. Τα υπόλοιπα εξαρτήματα όπως τα κουπιά, τα κατάρτια, οι σκάλες και ό,τι άλλο φυλάσσονταν και αυτά μέσα στους ίδιους τους νεώσοικους. Η Σκευοθήκη μπορούσε να χωρέσει τα εξαρτήματα 134 τριήρεων αποτελώντας το κύριο φυλακτήριο των σκευών των αρχαίων πολεμικών νεών του αθηναϊκού κράτους.

Αναπαράσταση αρχαίας τριήρους σε κλίμακα, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος

Σήμερα σώζεται μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα της Σκευοθήκης που βρίσκεται σε ειδικά διαμορφωμένο και σκεπασμένο χώρο δίπλα στο σύγχρονο κτήριο γραφείων της οδού Υψηλάντου 170 και φτάνει ως πίσω, στην οδό Κουντουριώτου 185. Ένα άλλο τμήμα της Σκευοθήκης ανασκάπτηκε μεν επανακαλύφθηκε δε και βρίσκεται κάτω από το οδόστρωμα της οδού 2ας Μεραρχίας. Στη μαρμάρινη στήλη (φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο) με τις πληροφορίες για τη Σκευοθήκη αναγράφεται και το όνομα του αρχιτέκτονα: Φίλων Εξηκεστίδης Ελευσίνιος.

Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Σκευοθήκης του Φίλωνα
Η διάσημη Επιγραφή της Σκευοθήκης του Φίλωνος. Σε αυτή αναγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια τα μέρη και οι λειτουργίες της Σκευοθήκης. Αναγράφονται επίσης τα ονόματα του αρχιτέκτονά της, Φίλωνα, και του βοηθού του Ευθύδομου

Σε τι ακριβώς χρησίμευε ένας νεώσοικος

Οι τριήρεις, πλοία ακριβά, ξεχωριστά και ιδιαίτερα, όσο δε χρησιμοπoιούνταν, ήταν απαραίτητο να παραμένουν στεγνές και στεγασμένες. Το ξύλινο σκαρί ήταν καθοριστικής σημασίας να μένει εκτός νερού, έτσι ώστε να αποφεύγετε ο υδατοκορεσμός του ξύλου που, πρώτον, θα προσέθετε στο πλοίο βάρος και θα επηρέαζε την ταχύτητά του καθώς και τη δυνατότητά του να ελίσσεται και, δεύτερον, θα το έκανε ευάλωτο στη φθορά από θαλάσσιους μικροοργανισμούς και τα αλάτια. Αντίστοιχα σημαντική και απαραίτητη ήταν όμως και η προστασία των πολεμικών πλοίων από τον καυτό ήλιο αλλά και από τη βροχή. Η παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο και τη ζέστη μπορούσε να ξηράνει το ξύλο και να το συρρικνώσει με αποτέλεσμα να προκληθούν ρωγματώσεις στο σκαρί και να κινδυνεύει με εισροή υδάτων. Η έκθεση στη βροχή από την άλλη, έθετε το ξύλο σε κίνδυνο από μύκητες. Για αυτούς του λόγους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η κατασκευή των νεωσοίκων εξελίχθηκε από απλές γλίστρες (νεώλκεια) χωρίς στέγη σε περίτεχνα οικοδομήματα με στέγη από κεραμίδια και κιονοστοιχίες. Το 330 π.Χ. υπολογίζεται ότι τα τρία λιμάνια του Πειραιά μπορούσαν να στεγάσουν 373 τριήρεις (196 στη Ζέα, 94 στον Κάνθαρο και 83 στη Μουνιχία).

Πού έχουν εντοπιστεί νεώσοικοι στον Πειραιά, η αρχαιολογική έρευνα 

Σήμερα μπορεί κανείς να δει λείψανα νεωσοίκων στη Ζέα, στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας κι ενός σχολείου στη συμβολή των οδών Ακτή Μουτσοπούλου και Σηραγγείου στο Πασαλιμάνι ενώ ίχνη τους διακρίνονται και στη θάλασσα δίπλα στην προκυμαία στο Πασαλιμάνι. Επίσης, στο σημερινό Μικρολίμανο, το αρχαίο λιμάνι της Μουνιχίας, διατηρούνται τα λείψανα τεσσάρων νεωσοίκων στα θεμέλια μιας πολυκατοικίας, στην Ακτή Κουμουνδούρου 22. Τα κατάλοιπα αυτά ξεκινούν από τα υπόγεια πολυκατοικίας στην οδό Ναυάρχου Βότση και καταλήγουν στην κατωφέρεια της Ακτής Κουμουνδούρου.

Νεώσοικοι στην Ακτή Κουμουνδούρου

Η αρχαιολογική έρευνα στο λιμάνι του Πειραιά ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Κυρίως Άγγλοι και Γερμανοί αρχαιοδίφες (antiquarians) και τοπογράφοι ενδιαφέρθηκαν να μελετήσουν τα αρχαία κατάλοιπα που ήταν ορατά κατά μήκος της ακτογραμμής αλλά και υποθαλάσσια. Παρακάτω θα δούμε τα αποτελέσματα των ερευνών τους.

Το λιμάνι της Ζέας

To λιμάνι της Ζέας έχει μελετηθεί εκτενώς κατά διαστήματα από το 19ο αιώνα έως και σήμερα. Από τους πρώτους ερευνητές ήταν ο Γουίλιαμ Μάρτιν Λικ (William Martin Leake), που στη δημοσίευσή του, το 1821, αναφέρει ότι βλέπει «οίκους πλοίων». Μια σημαντική ανακάλυψη που βοήθησε να ξεκαθαρίσει το τοπίο με τα λιμενικά κατάλοιπα, έγινε το 1834, όταν κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών, ανασκάπτηκαν και ανακαλύφθηκαν λίθινες στήλες με επιγραφές. Οι επονομαζόμενοι αυτοί «Ναυτικοί Κατάλογοι», που σήμερα βρίσκονται και κάποιοι εκτίθενται στο Επιγραφικό Μουσείο στην Αθήνα, περιείχαν πληροφορίες για την λειτουργία του αθηναϊκού στόλου, τις τριήρεις, τον εξοπλισμό τους αλλά και για τον αριθμό των νεωσοίκων του λιμένα του Πειραιά. Εκτός από κάποια λίγα θραύσματα από τον 5ο αι. π.Χ., οι επιγραφές αυτές χρονολογούνται από το 378 ως το 323 π.Χ. και για τη σύγχρονη έρευνα πρωτοεκδόθηκαν από τον Αούγκουστ Μποκ (August Bockh) το 1840 Ναυτικοί Κατάλογοι του Αττικού Κράτους (Urkunden über das Seewesen des Attischen Staates). Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν αυτή που την Αθήνα κυβερνούσε ο Λυκούργος. Μία από τις πιο σημαντικές έρευνες και δημοσιεύσεις για τους νεωσοίκους της Ζέας έγινε το 1885 και είναι η «῎Εκθεσις περί τῶν ἐν Πειραιεῖ ανασκαφῶν» του Ιάκωβου Κ. Δραγάτση με τη συμβολή του Βίλχελμ Ντόρπφελντ (Wilhelm Dorpfeld). Κατά τη διάρκεια έργων διάνoιξης δρόμου αποκαλύφθηκαν τμήματα των νεωσοίκων κι ο Ιάκωβος Κ. Δραγάτσης πραγματοποίησε σωστική ανασκαφή. Συνολικά ανακάφθηκαν 20 νεώσοικοι που  καταγράφηκαν από τον Βίλχελμ Ντόρπφελντ (Wilhelm Dοrpfeld), ο οποίος πραγματοποίησε μετρήσεις που εκτείνονταν και στα κατάλοιπα μέσα στο νερό.

Το λιμάνι της Μουνιχίας και το λιμάνι του Κανθάρου

Το λιμάνι της Μουνιχίας μελετήθηκε πολύ λιγότερο κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως από κάποιου ξένους μελετητές και από τον Ιάκωβο Κ. Δραγάτση.  Το λιμάνι του Κανθάρου, αν και ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία λιμάνια του Πειραιά στην αρχαιότητα, έχει μελετηθεί ακόμη λιγότερο από τα άλλα δύο. H ανύψωση της στάθμης της θάλασσας είχε ήδη καλύψει από το τέλος της αρχαιότητας πολλά από τα λείψανα των λιμενικών εγκαταστάσεων του Κανθάρου. Πέρα όμως από αυτό, εξαιτίας των εκτεταμένων οικοδομικών και λιμενικών έργων που πραγματοποιήθηκαν κυρίως τον 20ό αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα τα χερσαία κατάλοιπα των νεωσοίκων έχουν θαφτεί και τα υποθαλάσσια έχουν καταστραφεί.

Οι σύγχρονες έρευνες

Η τελευταία και πιο σημαντική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα λιμάνια της Ζέας και της Μουνιχίας από το 2000 ως το 2012. Έγινε με επικεφαλής τον Δανό αρχαιολόγο Μπιόρν Λοβέν (Bjørn Lovén) από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα και με τη συνεργασία την Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων και της ΚΧΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Η έρευνα αυτή μελέτησε συστηματικά και έφερε πολύτιμα νέα στοιχεία για τις ναυτικές βάσεις της Κλασικής Αθήνας και πιο συγκεκριμένα για τους νεωσοίκους. Αυτό επετεύχθη καθώς πραγματοποίησε έρευνα στην ακτή αλλά κυρίως υποβρύχια. Παράλληλα με τις ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκε και υποβρύχια γεωφυσική έρευνα από την ομάδα του κου. Γεωργίου Παπαθεοδώρου από το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

Ποια σημαντικά στοιχεία έδωσαν οι νέες έρευνες

Από την τελευταία αυτή έρευνα στη Ζέα και τη Μουνιχία προκύπτουν πολλές λεπτομέρειες για την αρχιτεκτονική των νεωσοίκων και την εξέλιξή της. Η βασική κατασκευή των νεωσοίκων αποτελούνταν από μια επικλινή ράμπα σκαλιστή στον βράχο ή κτιστή με ξύλινο πάτωμα και αυλάκι για την στήριξη της καρίνας κατά την καθέλκυση και ανέλκυση των πλοίων. Στις δύο πλευρές κατά μήκος της ράμπας υπήρχαν δύο πλάγιοι στενοί διάδρομοι. Ήταν σχεδιασμένοι ώστε να παρέχουν πρόσβαση στο πλοίο και χώρο στους τεχνίτες που θα εκτελούσαν εργασίες συντήρησης. Για την στήριξη της στέγης με τα κεραμίδια υπήρχαν κίονες, πεσσοί, τοίχοι και ξύλινοι στύλοι.

Η αρχιτεκτονική των νεωσοίκων

Ανακατασκευή αρχαίων νεωσοίκων σε μικρή κλίμακα, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος

Η αρχιτεκτονική των νεωσοίκων εξελίχτηκε με τα χρόνια προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των τριήρεων, όπως αυτές προέκυπταν. Στην πρώτη φάση που χρονολογείται κάπου μεταξύ του 480 και 470 π.Χ., σύμφωνα με τα ευρήματα της Ζέας, φαίνεται πως οι νεώσοικοι ήταν απλές γλίστρες/ράμπες (νεώλκεια) σκαλισμένες στο βράχο χωρίς στέγη. Το μέγιστο μήκος τους ήταν πιθανόν γύρω στα 56,78 μέτρα και το μέγιστο πλάτος τους περίπου 6,60 μέτρα. Η έλλειψη στέγης οδήγησε στο να καταργηθεί γρήγορα η χρήση τους, γιατί δεν προστάτευαν τα πλοία από τη βροχή και των ήλιο. Συνεπώς, η δεύτερη φάση, ξεκίνησε πολύ σύντομα μετά την πρώτη τον 5ο αιώνα π.Χ. . Σε αυτή τη φάση οι νεώσοικοι ανά δύο αποτελούσαν ένα τεράστιο στέγαστρο που χωριζόταν με παράλληλες κιονοστοιχίες σε παράλληλα διαμερίσματα και καλυπτόταν από μια δίρριχτη στέγη ενώ στο πίσω μέρος τους έκλειναν με ένα συνεχή τοίχο που προστάτευε και τους δύο νεωσοίκους ως την οροφή. Η εκτιμώμενη μέγιστη απόσταση μεταξύ των κιονοστοιχιών ήταν 6,48 μέτρα ενώ το μήκος τους, που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια καθώς τα ευρήματα δεν επαρκούν, υπολογίζεται ότι θα ήταν κάπου μεταξύ 54 και 70 μέτρων. Στους νεώσοικους της Ζέας η κεντρική ράμπα  (η σκάρα)  αποτελείτο από δύο χαμηλά τοιχεία πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένο ξύλινο δάπεδο το οποίο αλειφόταν με λίπος ώστε να διευκολύνεται η ανέλκυση και καθέλκυση των πλοίων.  Σε αυτούς της Μουνιχίας, η σκάρα αποτελείτο από λίθινες πλάκες με υποδόρια για την στήριξη του ξύλινου δαπέδου.

Καλλιτεχνική αναπαράσταση των πρώιμων νεωσοίκων της Μουνιχίας και των νεωλκείων της Ζέας. Σχέδιο: Γιάννης Νάκας, Νατικό Μουσείο Ελλάδος

Υπήρχε πρόβλεψη η διαδικασία της ανέλκυσης και καθέλκυσης, να είναι κατά το δυνατόν απλούστερη, ώστε να μη χρειάζεται ειδικευμένο προσωπικό για να γίνει αλλά να μπορεί να την κάνει εύκολα το ίδιο το πλήρωμα του πλοίου. Κάθε τριήρης είχε τον δικό της νεώσοικο. Η ανάγκη να στεγαστεί ακόμη μεγαλύτερος αριθμός τριήρεων καθώς και το γεγονός ότι η ακτογραμμή στα λιμάνια του Πειραιά δεν επαρκούσε, οδήγησε στην επόμενη φάση, που τοποθετείται χρονικά γύρω στο 330 π.Χ. και στην οποία οι νεώσοικοι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις προκειμένου να μπορούν να στεγάσουν δύο πλοία το ένα πίσω από το άλλο. Το μήκος αυτών των νεωσοίκων υποθετικά μπορεί να έφτανε και τα 89 μέτρα και ονομάζονταν «ομοτεγείς». Όπως φάινεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στο λιμάνι της Ζέας, τα υπόστεγα ήταν οργανωμένα σε ομάδες των 10 νεωσοίκων.

Η γεωφυσική έρευνα, η ανύψωση της θάλασσας

Η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας και η συνεχής  χρήση των λιμανιών του Πειραιά στη διάρκεια των αιώνων με αποκορύφωση την έντονη δραστηριότητα των τελευταίων 150 χρόνων, έχουν οδηγήσει στην καταβύθιση αρχαίων λιμενικών εγκαταστάσεων και στη γενικότερη αλλαγή στην εικόνα της μορφολογίας τόσο του βυθού όσο και της ακτογραμμής από εκείνη στην αρχαιότητα. Η υποβρύχια γεωφυσική έρευνα από το Πανεπιστήμιο Πατρών είχε ως σκοπό:

α) την αποτύπωση του βάθους στα δύο λιμάνια την Ζέας και της Μουνιχίας και στην περιοχή ανάμεσά τους,

β) την αποτύπωση της μορφολογίας του βυθού,

γ) τη μελέτη της στρωμματογραφίας του πυθμένα και

δ) των εντοπισμό στόχων με πιθανό αρχαιολογικό ενδιαφέρον.

Χρησιμοποιήθηκαν ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης, τομογράφος υποδομής πυθμένα και βυθόμετρο. Η έρευνα εντόπισε και ανέδειξε σημαντικά παλαιογεωγραφικά στοιχεία και επιβεβαίωσε την αλλαγή της στάθμης της θάλασσας που υπολογίζεται ότι φτάνει από μείον 1,90 μέτρα μέχρι και μείον 2,90 μέτρα βάθος. Δηλαδή στην αρχαιότητα η ακτογραμμή θα ήταν από 30 έως 50 μέτρα πιο μέσα (στη θάλασσα) από ό,τι είναι σήμερα. Με λίγα λόγια υπήρχε τότε περισσότερη στεριά στην περιοχή. Εξαιτίας αυτής την αλλαγής και στη Ζέα και στη Μουνιχία χαρτογραφήθηκαν καταβυθισμένοι νεώσοικοι και άλλες περιοχές εγκαταστάσεων των αρχαίων λιμένων. Επίσης η μελέτη της σεισμικής στρωματογραφίας των λιμένων έδειξε δύο ενότητες ιζημάτων που πιθανόν αντιπροσωπεύουν δύο περιόδους λειτουργίας των δύο λιμένων γεγονός που επιβεβαιώνεται και ιστορικά, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι έρευνες αυτού του τύπου είναι εξαιρετικά σημαντικές για την ανασύσταση και κατανόηση του αρχαιοπεριβάλλοντος.

Επίλογος – Το ιστορικό πλαίσιο

Η ακμή

Το λιμάνι του Πειραιά γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τον 5ο αι. π.Χ. στα χρόνια του Θεμιστοκλή και αργότερα του Περικλή. Η Αθήνα και το επίνειό της, ο Πειραιάς, οχυρώθηκαν με έναν μεγάλο οχυρωματικό περίβολο περίπου 11 χιλιομέτρων, που τα προστάτευε από εξωτερικούς κινδύνους. Η πρώτη φάση ξεκίνησε από τον Θεμιστοκλή το 492 π.Χ. και η δεύτερη από τον Κόνωνα το 394 π.Χ. . Το 450 π.Χ. ολοκληρώθηκε και η κατασκευή των Μακρών Τειχών που στην ουσία ήταν ένας διάδρομος πλάτους 184 μέτρων που συνέδεε τον Πειραιά με την Αθήνα. Τα δύο αυτά μεγάλα οχυρωματικά έργα καθιστούσαν την Αθήνα και τον Πειραιά αδιαπέραστα. Την ίδια περίοδο, η πόλη του Πειραιά χαράκτηκε εκ νέου από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, ο οποίος τη σχεδίασε χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ρυμοτόμησης με παράλληλους και κάθετους δρόμους που δημιουργούσε οικοδομικά τετράγωνα ενώ ταυτόχρονα την οργάνωσε διαχωρίζοντας και οριοθετώντας τους δημόσιους, ιδιωτικούς και ιερούς χώρους.

Ο πληθυσμός του Πειραιά ήταν ανομοιογενής ως προς την προέλευσή του και χαρακτηριζόταν από μεγάλη κινητικότητα και συνεπώς αυξομειωνόταν κατά περιόδους. Στην ακμή του, ο Πειραιάς είχε πληθυσμό ως και 30.000 ελεύθερων πολιτών από διάφορους δήμους της Αττικής, μετοίκους από ελλαδικές πόλεις, από ελληνικές αποικίες και κυπριακές πόλεις κράτη και από άλλα μέρη της Ανατολικής Μεσογείου, ξένους εμπόρους και ναύτες. Ακόμη, στον Πειραιά, ήταν ποικίλη και η κοινωνική διαστρωμάτωση. Τον κατοικούσαν θήτες, όπως εργάτες, ψαράδες, μικρέμποροι, τεχνίτες, οι κωπηλάτες των πολεμικών πλοίων και άλλοι και φυσικά δούλοι. Όσον αφορά στους ξένους, ιδιαιτέρως ακμάζουσα και πολυπληθής ήταν η «παροικία» των Θρακών. Όλοι αυτοί είχαν συνήθως μαζί τους τις οικογένειές τους. Μαζί λοιπόν με τους κρατικούς υπαλλήλους, τον στρατό στα τείχη και στα φρούρια, γνωρίζοντας επίσης πως η πλήρης επάνδρωση του στόλου απαιτούσε πάνω από 70.000 άνδρες, σε πολεμική περίοδο ο πληθυσμός του Πειραιά ίσως έφτανε τις 100.000 ανθρώπους. Η πόλη στην ακμή της ήταν ένα κέντρο ανταλλαγής ιδεών και τεχνολογίας όπου πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνταν και συνυπήρχαν. Είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι, όπως σε όλα τα λιμάνια, έτσι και στον Πειραιά στην αρχαιότητα, εκτός από τα κτήρια που υποστήριζαν την εμπορική δραστηριότητα και τον στόλο θα υπήρχαν επίσης ταβέρνες, λέσχες και άλλα κέντρα διασκέδασης για τον πληθυσμό και τους επισκέπτες.

Ναυτικός Κατάλογος, που περιέχει τα ονόματα του πληρώματος δύο τριήρεων. Διαπιστώνεται πως οι κωπηλάτες προέρχονται από τις τάξεις των θητών, των δούλων αλλά και κάποιοι από αυτούς είναι μέτοικοι. Αυτό καταδεικνύει και την πληθυσμιακή σύνθεση του Πειραιά. Ο Κατάλογος (τέλη 5ου π.Χ. αιώνας) είναι τιμητικός και βρέθηκε στην Ακρόπολη, στο Ερέχθειο. Επιγραφικό Μουσείο

Μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς, στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., ο Πειραιάς υπέστη μεγάλη καταστροφή. Τα τείχη αλλά και οι νεώσοικοι κατεδαφίστηκαν από τους νικητές Σπαρτιάτες και πολλοί ξένοι έμποροι και επιχειρηματίες τον εγκατέλειψαν. Μολαταύτα, ο Πειραιάς ανοικοδομήθηκε, με την πρώτη φάση της ανοικοδόμησης να ξεκινά το 394 π.Χ. . Ήταν όμως στην εποχή του Ευβούλου και του Λυκούργου, κατά το τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., που το λιμάνι απέκτησε την παλιά του δόξα κι έγινε ξανά ένα από τα πιο κερδοφόρα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου. Την ίδια εποχή ο αθηναϊκός στόλος αναπτύχθηκε ξανά και το 337/8 π.Χ. αριθμούσε 379 τριήρεις και αντιστοίχως ικανό αριθμό νεωσοίκων για να υποστηρίξει τέτοιον στόλο.

Αρχαίες άγκυρες, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, υπαίθριος χώρος

Η παρακμή και η πτώση

Η σταδιακή παρακμή του Πειραιά ξεκίνησε την εποχή της Μακεδονικής κυριαρχίας το 317 π.Χ., έτος κατά το οποίο οι Αθηναίοι έχασαν πλήρως τον έλεγχό του ύστερα από την ήττα στη ναυμαχία της Αμοργού, η οποία επήλθε, όχι γιατί οι Αθηναίοι είχαν χάσει την παλιά τους ικανότητα και πολεμική αρετή αλλά διότι επέμεναν στη χρήση κυρίως της τριήρους, όταν οι αντίπαλοι Μακεδόνες ναυμαχούσαν με τετρήρεις και πεντήρεις, που ήταν πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές. Η εποχή της τριήρους ως όπλου αιχμής είχε παρέλθει. Η οριστική παρακμή του Πειραιά τοποθετείται χρονικά το 86 π.Χ. οπότε και καταστράφηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα, στα πλαίσια του οργανωμένου προγράμματος των Ρωμαίων να καταστρέψουν τις υποδομές ισχύος των Ελλήνων. Νεότερες μελέτες προτείνουν πως ο Πειραιάς συνέχισε να υπάρχει και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή σε πολύ μικρότερο μέγεθος και με αλλαγές στην κατοίκηση, τη λειτουργία και τις οικονομικές δραστηριότητες που εξυπηρετούσε. Βάσει των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών ευρημάτων, φαίνεται πως το λιμάνι του Κανθάρου αναδιοργανώθηκε και συνέχισε να αποτελεί το βασικό εμπορικό λιμάνι της Αθήνας. Αντίθετα, οι ναύσταθμοι της Ζέας και της Μουνιχίας καταστράφηκαν κι έπαψαν να είναι τα μεγάλα λιμάνια του Πειραιά στα οποία τα μνημειώδη κτίσματα των νεωσοίκων κάποτε κάλυπταν μια τεράστια έκταση (σχεδόν 110.000 τ.μ.) και στέγαζαν τα πλοία του ένδοξου αθηναϊκού στόλου.

Στη στήλη αυτή μπορεί κανείς να διακρίνει πολλές από τις ειδικότητες καθώς και τον τόπο καταγωγής των ανθρώπων που επάνδρωναν μία τριήρη. Απόσπασμα ναυτικού καταλόγου, τέλη 5ου π.Χ. αιώνα, Επιγραφικό Μουσείο

 

Πηγές

Gabrielsen N. (2014). The Piraeus and the Athenian Navy, recent archaeological and historical advances. Proceedings of the Danish Institute at Athens, Volume VII, pp. 37-48

Grigoropoulos D. (2016). The Piraeus from 86 BC to Late Antiquity: Continuity and Change in the Landscape, Function and Economy of the Port of Roman Athens. The Annual of the British School at Athens, pp. 1-30. 

Lovén, B. (2011). The Ancient Harbours of the Piraeus, Volume I.1: The Zea Shipsheds and Slipways – Architecture and Topography. (1 ed.) Aarhus Universitetsforlag. Monographs of the Danish Institute at Athens Vol. 15 No. 1

Lovén, B., & Schaldemose, M. (2011). The Ancient Harbours of the Piraeus, Volume I.2: The Zea Shipsheds and Slipways: Finds, Area 1 Shipshed Roof Reconstructions and Feature Catalogue. (1 ed.) Aarhus Universitetsforlag. The Danish Institute at Athens. Monographs Vol. 15 No. 2

Steinhauer, G. (2021). Piraeus: Harbors, Navy, and Shipping. In J. Neils & D. Rogers (Eds.), The Cambridge Companion to Ancient Athens (Cambridge Companions to the Ancient World, pp. 231-243). Cambridge: Cambridge University Press. doi:10.1017/9781108614054.017

Αθανασόπουλος Γ. (2016). Πειραιάς: Περιηγητικής Αρχαιολογικός Οδηγός. Εκδόσεις Αιγηΐς

Σταϊνχάουερ, Γ. (2012). Αρχαίος Πειραιάς. Η Πόλη του Θεμιστοκλή και του Ιπποδαμου. Στο Γ. Σταϊνχάουερ, Μ. Μαλικούτη, Β. Τσοκόπουλος και Β. Γκανιάτσας Πειραιάς – Κέντρο Ναυτιλίας και Πολιτισμού. Αθήνα: Αιγηΐς – Μίλητος

Ζούρα, Δ. (2013.) Παλαιογεωγραφική ανάπλαση των αρχαίων λιμένων Ζέας και Μικρολίμανου (Μουνιχία) με εφαρμογή γεωφυσικών μεθόδων. Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Γεωλογίας

Αρχιτεκτονικές Διαδρομές στον Πειραιά  

Διεύθυνση Αρχαιολογικών Μουσείων Εκθέσεων Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού 

Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά

Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος

Επιγραφικό Μουσείο

Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων

 

Ηλ. Ταχ.: [email protected]

Νιόβη Καραπέτση

Αρχαιολόγος

 

Σωσάννα Πλευριά

Αρχαιολόγος